-
81 партстаж
-а α.κομματική ηλικία. -
82 пелена
-ы, πλθ. пелены, -лен, -ленам θ.1. κάλυμμα, σκέπασμα καλύπτρα, πέπλος στρώμα.2. πλθ. -ы παλ. τα σπάργανα.3. το χαμηλότερο μέρος της στέγης, γείσος της στέγης.εκφρ.от -лн ή с -лн – από τα σπάργανα, από τη νηπιακή ηλικία•его зною с пе-лн – τον ξέρω απ όταν ήταν ακόμα πολύ μακρός (словно, точно) пелена (с глаз) упала ή спала μού φύγε το σκοτάδι που είχα στα μάτια, άνοιξα τα μάτια, κατάλαβα την αλήθεια, την πραγματικότητα. -
83 пелёнка
-и θ.σπάργανο.εκφρ.выйти из -ок – βγαίνω από τα σπάργανα, μεγαλώνω, καταλαβαίνω πια•от -ок ή с -ок – από τα σπάργανα, από τη βρεφική ηλικία. -
84 переросток
-тка α. καθυστερημένο παιδί (σχετικά με την ηλικία του)•ученик-переросток καθυστερημένος μαθητής (μεγάλος για την τάξη του).
-
85 перестарок
-рка α. περασμένος την ηλικία•он не перестарок δεν τον πήραν τα χρόνια σβάρα.
-
86 переходный
κ.переходнойεπ.1. διαβατικός, για διάβαση. || προβιβαστικός•-ые экзамены προβιβαστικές εξετάσεις.
2. μεταβατικός•переходный возраст μεταβατική ηλικία•
-ая эпоха μεταβατική εποχή•
переходный глагол μεταβατικό ρήμα.
-
87 пожилой
επ.ηλικιωμένος, μεσιάρης, μεσοκαιρίτης, μεσόκοπος, μεσήλικας• пожилой άνθρωπος μεσόκοπος κλπ.επ. пожилой возраст μέση ηλικία. -
88 пора
пора 1βλ. поры.пора 2-ы, αιτ. пору θ.1. καιρός•с той -ы από εκείνο τον καιρό•
минувшая пора το σύντομο παρελθόν•
пора лгобви ηλικία της αγάπης•
в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•
пришла пора ήρθε ο καιρός•
ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•
в дневную -у (κατά) την ημέρα.
|| εποχή•осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•
пора сева εποχή της σποράς•
пора жатвы εποχή του θέρου.
2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.
εκφρ.в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•до каких ή до которых пор – ως πότε•до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•до тех пор – οσότου, ώσπου•на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•на ту -у – εκείνο τον καιρό•о сю -у – παλ. ως τώρα•об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε. -
89 преклонность
-и θ.προχωρημένη (πολιά)ηλικία. -
90 ранний
-яя, -ее, επ.1. πρώιμος•-ял весна πρώιμη άνοιξη•
ранний сев πρώιμη σπορά•
ранний плод πρώιμος καρπός.
|| πρόωρος•-яя смерть πρόωρος θάνατος•
-ее развитие ребнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού.
2. (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)• (ε)νωρις•я встал -им утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί•
в ранний час πολύ πρωί.
|| πρώτος, αρχικός•-ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγγραφέα (πρωτόλεια)•
с -его детства από πολύ μικρή ηλικία, από τα μικράτα• εξ απαλών ονύχων.
|| μτφ. νηπιακός, νηπιώδης•-ее средневековье ο νηπιώδης μεσαίωνας.
-
91 ребячество
-а ουδ.1. παλ. η παιδική ηλικία.2. παιδιαρίσματα, παιδικοί τρόποι, η παιδική συμπεριφορά. -
92 солидный
επ.-ден, -дна, -дно.1. στέρεος, γερός, ακλόνητος• πάγιος• σταθερός.2. σοβαρός, σπουδαίος• εμβριθής. || σημαντικός, σημαίνων.3. εύρωστος, ρωμαλέος• στιβαρός.4. μεσήλικος, μεσόκοπος•человек -ого возраста μεσόκοπος άντρας•
солидный возраст η μέση ηλικία.
5. σημαντικός, υπολογίσιμος• σεβαστός•-ая сумма денег σεβαστό ποσό χρημάτων.
-
93 старше
1. παλ. συγκρ. β. του επ. старый; γεροντότερος.2. μεγαλύτερος την ηλικία,πρεσβύτερος. || αρχαιότερος. || μεγαλύτερος, ανώτερος κατά την (σχολική) τάξη. -
94 старший
επ., υπερθ. β. старейший.1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•старший брат μεγαλύτερος αδερφός•
-ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•
старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•
-ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.
|| παλιός, πρότερος, προγενέστερος.2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•-ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•
мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•
офицер αρχαιότερος αξιωματικός.
4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.
5. ανώτερος, μεγαλύτερος•-ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.
-
95 старый
επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.1. γέρος, γηραλέος•старый человек γέρος άνθρωπος.
2. βλ. стариковский.3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.4. παλιός, αρχαίος•старый университет παλιό πανεπιστήμιο•
старый долг παλιό χρέος•
-ая привычка παλιά συνήθεια•
старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.
|| έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.5. φθαρμένος• άχρηστος•-ое платье παλιό φόρεμα•
-ые книги παλιά βιβλία•
старый дом παλιόσπιτο.
|| προηγούμενος, προγενέστερος•старый адрес παλιά διεύθυνση•
старый картофель παλιά πατάτα•
-ые годы τα παλιά χρόνια•
-ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.
6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•
борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.
εκφρ.- ая вера – βλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•старый стиль – παλιό ημερολόγιο•старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης. -
96 столетний
-яя, -ееεπ.1. εκατονταετής,εκατοντάχρονος•-яя воина εκατονταετής πόλεμος.
2. (για ηλικία) εκατόχρονος•столетний старик ο εκατόχρονος γέρος•
столетний дуб εκατόχρονη βαλανιδιά.
3. της εκατονταετηρίδας. -
97 стукнуть
ρ.σ.1. χτυπώ•стукнуть кулаком по столу χτυπώ με τη γροθιά στο τραπέζι.
2. κροτώ•-в дверь χτυπώ στην πόρτα.
|| μ. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω• τραυματίζω. || μτφ. δέρνω.3. (για καιρό, χρόνο, εποχή) πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα, χτυπώ την πόρτα.4. τσουγκρίζω τα ποτήρια. || απρόσ. (για ηλικία) συμπληρώνω, κλείνω•ему -ло шестьдесять αυτός έ κλείσε τα εξήντα.
εκφρ.в голову -ло кому – του κατέβηκε κάποιου στο κεφάλι (η σκέψη)•водка -ла в голову ему – τον χτύπησε η βότκα στο κεφάλι (τον μέθυσε).χτυπώ, -ιέμαι•стукнуть головами χτυπιόμαστε με τα κεφάλια•
стукнуть лбом об стену χτυπώ με το μέτωπο στον τοίχο.
-
98 трёхлетний
επ.1. τριετής, τρίχρονος (τρίχρονης διάρκειας).2. (για ηλικία) τριών χρόνων. -
99 четырёхлеток
-тка α., четырхлетка-и θ.ο τετράχρονος, η τετράχρονη (για ηλικία). || κάθε τι διάρκειας τεσσάρων χρόνων. -
100 школьный
επ.σχολικός, του σχολείου•школьный хор σχολική χορωδία•
-ая дружба σχολική φιλία.
|| μαθητικός, του μαθητή•школьный костюм η μαθητική στολή•
школьный возраст σχολική ηλικία•
-ые каникулы σχολικές διακοπές•
-ые принадлежности τα σχολικά είδη.
См. также в других словарях:
ἡλικία — ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc/acc dual ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
ηλικία — η 1. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση κάποιου όντος ως τότε που γίνεται λόγος γι αυτό: Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 χρονών. – Ο Παρθενώνας έχει ηλικία γύρω στα 2.500 χρόνια. 2. κάποια περίοδος της ζωής του ανθρώπου: Εφηβική ηλικία. – Ώριμη ηλικία.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡλικίᾳ — ἡλικίαι , ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίας — ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem acc pl ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίαι — ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίαν — ἡλικίᾱν , ἡλικία time of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιέων — ἡλικία time of life fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιῶν — ἡλικία time of life fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίαις — ἡλικία time of life fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίη — ἡλικία time of life fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)