-
81 рассмотрение
[ρασσματριένιιε] ουσ ο εξέταση -
82 экзамен
[εκζάμιν] ουσ α εξέταση -
83 анализировать
-рую, -руешь;, ρ.δ. и.σ.αναλύω, κάνω ανάλυση• εξετάζω•анализировать прошлое κάνω εξέταση του παρελθόντος.
αναλύομαι, εξετάζομαι. -
84 аутодафе
ουδ. άκλ.αούτο ντα φε (κάψιμο των καταδικασμένων από την Ιερή Εξέταση). -
85 благоусмотрение
-я ουδ.παλ. ευθυκρισία, εξέταση δίκαιη, αμερόληπτη. -
86 ближайший
υπερθ. βαθμός του επ. близкий.1. πλησιέστατος, εγγύτατος, ο πλησιέστερος•-ая почта το τιλησιέστερο ταχυδρομείο•
-ие родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς•
в -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον•
в -ие дни στις προσεχείς μέρες.
|| άμεσος•-ие задачи τα άμεσα καθήκοντα.
2. ο αμέσως επόμενος, ο άμεσος•ближайший начальник ό άμεσος προϊστάμενος.
|| προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσολάβηση άλλου•при -щем участии με άμεση συμμετοχή•
при -щем рассмотрении ύστερα από προσωπική εξέταση.
-
87 больной
επ., βρ: болен, -льна, -льно1. άρρωστος, ασθενής•больной старик άρρωστος γέρος.
|| μτφ. αρρωστιάρικος•-ое воображение αρρωστιάρικη φαντασία.
2. ουσ. άρρωστος, ασθενής•навестить –го επισκέπτομαι ασθενή•
прием -ых εξέταση (περιλαβή) ασθενών•
тяжело βαριά άρρωστος.
|| πονεμένος•больной палец πονεμένο δάχτυλο.
εκφρ.больной вопрос – φλέγον ζήτημα•- ое место – νευραλγικό σημείο•с -ой головы на здоровую (сваливать) – τα φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο. -
88 вернисаж
-а α.κλειστή εξέταση εκθεμάτων καλλιτεχνικής έκθεσης. -
89 верхоглядство
-а ουδ.εξέταση επιφανειακή, επιπόλαιη, πρόχειρη. -
90 вопрос
-а α.1. ερώτηση, -μα•отвечать на вопрос απαντώ σε ερώτηση•
обратиться с -ом απευθύνομαι (αποτείνομαι) με ερώτηση, κάνω ερώτηση (ερωτώ).
|| το αμφίβολον, το άλυτον•это еще вопрос αυτό είναι ακόμα αμφίβολο•
поставить под -ом βάζω για εξέταση, για συζήτηση.
2. ζήτημα•обсудить вопрос συζητώ το ζήτημα•
выдвинуть вопрос προβάλλω ζήτημα•
поднять вопрос (ξε)ρηκώνω (εγείρω) ζήτημα.
εκφρ.вопрос чести – ζήτημα τιμής•вопрос жизни или смерти – ζήτημα ζωής ή θανάτου. -
91 всесторонний
επ.πολύπλευρος, πολυμερής• λεπτομερής•-ее развитие πολύπλευρη ανάπτυξη•
всесторонний разбор дела λεπτομερής εξέταση της υπόθεσης.
-
92 доследование
-я ουδ.συμληρωματικη ανάκριση, εξέταση. -
93 инквизиция
-и θ.1. ιερή εξέταση.2. μτφ. βάβανα, βασανιστήρια, μαρτύρια, μαρτυρολδγιο. -
94 исповедание
-я ουδ.1. ομολογία,μαρτυρία, εζαγόρευση, αποκάλυψη. || ερώτηση• εξέταση.2. εξομολόγηση αμαρτιών.3. θρήσκευμα, θρησκεύχίστη. -
95 испытание
-я ουδ.1. οκιμή• δοκιμασία•1 испытание двигателя δοκιμή κινητήρα•быть на -ии είμαι σε δοκιμασία.
2. εξέταση•примные -я ασαγωγικές εξετάσεις.
3. δεινοπάθηση, ταλαιπωρία, κακουχία•тяжлое испытание βαριά δοκιμασία.
-
96 исследование
-я ουδ.εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, εξέταση• ανάλυση•исследование почв έρευνα των εδαφών•
исследование крови ανάλυση του αίματος•
исследование в области атомной энергии έρευνα στον. τομέα της ατομικής ενέργειας•
исследование арктики εξερεύνηση της Λίρκτικής.
-
97 контроль
-я α.έλεγχος• εξέταση•контроль за качеством работы έλεγχος ποιότητας εργασίας•
это не поддаётся -ю αυτό δε μπορεί να ελεγθεί•
контроль над производством έλεγχος στην παραγωγή•
взять под контроль βάζω (παίρνω) υπό τον έλεγχο•
государственный контроль κρατικός έλεγχος.
|| αθρσ. ελεγκτές•выставить!- τοποθετώ ελεγκτές.
-
98 конфликтный
επ.της σύγκρουσης. || της φιλονικίας, της διένεξης•разбор -го дела εξέταση της διένεξης•
-ая комиссия επιτροπή εξέτασης διένεξης.
-
99 мазок
-зка α.1. πινελιά, βουρτσιά.2. (ιατρ.) έκκριμα•взять мазок παίρνω έκκριμα (για εξέταση).
-
100 медосмотр
-а α.ιατρική εξέταση.
См. также в других словарях:
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
εξέταση — η 1. λεπτομερειακή έρευνα, μελέτη, έλεγχος, εξακρίβωση. 2. ανάκριση, κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου. 3. συνήθ. στον πληθ., εξετάσεις γραπτή ή προφορική δοκιμασία για εξακρίβωση των γνώσεων ατόμων που κρίνονται. 4. (ιατρ.), το σύνολο των μεθόδων που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξετάσῃ — ἐξετάσηι , ἐξέτασις close examination fem dat sg (epic) ἐξετάζω examine well aor subj mid 2nd sg ἐξετάζω examine well aor subj act 3rd sg ἐξετάζω examine well fut ind mid 2nd sg ἐξετάζω examine well aor subj mid 2nd sg ἐξετάζω examine well aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… … Dictionary of Greek
ηχοκαρδιογραφία — Εξέταση που χρησιμοποιεί τους υπερήχους (συχνότητας μεγαλύτερης των 20 kHz που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο), οι οποίοι επιτρέπουν στον γιατρό να σχηματίζει εικόνα της εσωτερικής δομής της καρδιάς και των κινήσεών της. Ένα εξάρτημα που … Dictionary of Greek
κολποσκόπηση — Εξέταση του τραχήλου της μήτρας με οπτική συσκευή, εφοδιασμένη με ισχυρό φωτισμό και μεγεθυντικούς φακούς. Η κ. πραγματοποιείται με την εισαγωγή στον κόλπο ενός ειδικού οργάνου που διαστέλλει τα τοιχώματά του, επιτρέποντας έτσι την εξέταση του… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονυσταγμογράφημα — Εξέταση που εντοπίζει και μετρά τον νυσταγμό, καταγράφοντας τις ηλεκτρικές μεταβολές που προκαλεί η κίνηση των ματιών, με τη βοήθεια ηλεκτροδίων τα οποία προσκολλώνται στο δέρμα, κοντά στα μάτια. Ο νυσταγμός είναι μια αντανακλαστική κυκλική,… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek