-
21 приблизительно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приблизительно
-
22 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
23 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
24 резольвометр
(кфт) о μετρητής διακριτικής ικανότητας του (φωτογραφικού) υλικού-ия η εκτίμηση διακριτικής ικανότητας των στρώσεων (του φωτογραφικού υλικού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резольвометр
-
25 ущерб
1. (убыток, урон, потеря) η ζημι/ά, η βλάβη, η φθορά' * без - а χωρίς -, в - με -προς -2. (ослаб-ление, уменьшение, спад) η πτώση, η ελάττωση 3. астр. (положение луны) η χάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ущерб
-
26 выиграть
выигратьсов, выигрывать несов прям., перен κερδίζω:\выиграть партию в шахматы κερδίζω μιά παρτίδα στό σκάκι· \выиграть по займу κερδίζω στό λαχειοφόρο δάνειο· \выиграть сражение κερδίζω τή μάχη· \выиграть дело юр. κερδίζω τή δίκη (или τήν ὑπόθεση)· \выиграть пари κερδίζω τό στοίχημα· \выиграть на чем-л. ὠφελούμαι ἀπό κάτι· ◊ \выиграть время κερδίζω χρόνο· \выиграть в чьи́х-л. глазах ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου. -
27 вырастать
вырастатьнесов, вырасти сов1. ἀναπτύσσομαι, μεγαλώνω·2. (увеличиваться) αὐξάνομαι·3. (внезапно появляться, возникать) φαίνομαι, προβάλλω, ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά:как из-под земли вырос ἐμφανίζομαι, ξεφυτρώνω ἀναπάντεχα·4. перен (достигать ка-кой-л. степени) ἀναπτύσσομαι, ἐξελίσσομαι:\вырастать в кру́пного ученого ἐξελίχτηκε σέ μεγάλο ἐπιστήμονα· ◊ она выросла из платья τό φόρεμα τῆς ἔρχεται κοντό· \вырастать в чьйх-л. глаза́х ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου. -
28 глазомер
глазомерм ἡ ἐκτίμηση μέ τό μάτι:хороший \глазомер γερό μάτι. -
29 невысокий
невысок||ийприл1. χαμηλός / κοντός (о росте)·2. (небольшой) μικρός, χαμη-λος / εὐτελής, προσιτός (о цене)·3. (посредственный) κακός, εὐτελής:товар \невысокийого ка́чества ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας· я \невысокийого мнения о нем δέν ἔχω μεγάλη ἐκτίμηση γι ' αὐτόν. -
30 почет
почетм ἡ τιμή / ἡ ἐκτίμηση, ἡ ὑπό-ληψις (уважение):быть в \почете χαίρω ἐκτιμήσεως' оказывать \почет ἀπονέμω τιμήν, κάνω τήν τιμή. -
31 почтение
почтениес τό σέβας, ὁ σεβασμός, ἡ ἐκτίμηση:относиться к кому-л. с \почтением σέβομαι κάποιον с \почтением μέ σεβασμό, μεθ' ὑπολήψεως· с совершенным \почтением (в письме) διατελώ μετά (βαθύτατου) σεβασμού. -
32 расценка
расцен||каж1. (действие) ἡ διατίμηση [-ις], ἡ ἐκτίμηση [-ις]·2. (цена) ἡ τιμή (товара) I ἡ ἀμοιβή (работы) / ἡ ταρίφα (тариф):повышение \расценкаοκ ἡ ὕψωση τών τιμών. -
33 терять
терятьнесов в разн. знач. χάνω:\терять ключи χάνω τά κλειδιά· \терять· Дорогу χάνω τό δρόμο· \терять терпение χάνω τήν ὑπομονή μου· \терять зрение χάνω τήν ὅραση (μου)-\терять время χάνω καιρό· не \терять надежды δέν ἀπελπίζομαι· \терять силу юр. παύω νά ἰσχύω· \терять на чем-л. βγαίνω χαμένος· \терять в чьем-л. мнении ξεπέφτω στήν ἐκτίμηση κάποιου· ◊ \терять по́чву под ногами χάνω τό ἐδαφος κάτω ἀπ' τα πόδια μου· \терять голову χάνω τά λογικά μου· \терять кого-либо из виду χάνω κάποιον ἀπό τά μάτια μου· нечего \терять δέν χάνω τίποτε. -
34 оценка
[ατσένκα] ουσ. θ. εκτίμηση -
35 adaptive kernel estimation
French\ \ évaluation adaptative de grainGerman\ \ adaptive KernschätzungDutch\ \ adaptieve kernel-schattingItalian\ \ stima adattiva di kernelSpanish\ \ valoración adaptante del núcleoCatalan\ \ estimació adaptativa per nuclisPortuguese\ \ estimação adaptativa por núcleoRomanian\ \ evaluare adaptativă a nucleuluiDanish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ adaptiv kärnskattningGreek\ \ προσαρμοστική εκτίμηση του πυρήναFinnish\ \ adaptiivinen ydinestimointiHungarian\ \ adaptív lényegibecslésTurkish\ \ uyarlamalı çekirdek tahminiEstonian\ \ adaptiivne tuumhindamineLithuanian\ \ -Slovenian\ \ prilagodljivo jedra ocenaPolish\ \ adaptacyjna estymacja jądrowaRussian\ \ адаптивная оценка ядраUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ aðlagandi kernel matiEuskara\ \ egokitze kernel zenbatespenFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تقدير كرنل التكيفيAfrikaans\ \ aanpassende kernberaming (waarin kernwydte volgens die beraamde lokale digtheid wissel)Chinese\ \ 适 应 核 估 计 量Korean\ \ 적응핵추정량 -
36 Bayes' estimation
French\ \ estimation par la méthode de BayesGerman\ \ Bayes-SchätzungDutch\ \ Bayesiaanse schattingItalian\ \ stima di BayesSpanish\ \ estimación de BayesCatalan\ \ estimació de BayesPortuguese\ \ estimação de BayesRomanian\ \ -Danish\ \ BayesestimationNorwegian\ \ Bayes estimeringSwedish\ \ BayesskattningGreek\ \ εκτίμηση του BayesFinnish\ \ Bayes–estimointiHungarian\ \ Bayes-féle becslésTurkish\ \ Bayes tahminiEstonian\ \ Bayesi hindamineLithuanian\ \ Bayes įvertis; Bajeso įvertisSlovenian\ \ Bayesovo ocenjevanjePolish\ \ estymacja bayesowskaRussian\ \ оценка БейесаUkrainian\ \ Байєсівські оцінкиSerbian\ \ Бајесова оценаIcelandic\ \ Bayes' matEuskara\ \ Bayes' zenbatespenFarsi\ \ baravorde BayesPersian-Farsi\ \ برآوردگر بيزيArabic\ \ تقدير بيزAfrikaans\ \ Bayes-beramingChinese\ \ 贝 叶 斯 估 计Korean\ \ 베이즈 추정 -
37 closeness, in estimation
French\ \ précision dans l'estimation (au sens de Pitman); efficacité dans l'estimation (au sens de Pitman)German\ \ Güte bei einer Schätzung; Genauigkeit bei einer SchätzungDutch\ \ nauwkeurigheid; nauwkeurigheid van een schatter in de zin van PitmanItalian\ \ approssimazione (nella stima, nella valutazioni)Spanish\ \ exactitud (en la estimación); eficiencia en la estimaciónCatalan\ \ precisió (en l'estimació); exactitud (en l'estimació)Portuguese\ \ proximidade, em estimaçãoRomanian\ \ -Danish\ \ nærhed ved vurderingNorwegian\ \ nærhet, i estimeringSwedish\ \ närhet vid uppskattningGreek\ \ εγγύτητα, κατά την εκτίμησήFinnish\ \ läheisyys; tehokkuusHungarian\ \ (becslési) közelségTurkish\ \ tahminde yakınlıkEstonian\ \ täpsus (hindamisel)Lithuanian\ \ įverčio artumasSlovenian\ \ bližine, pri oceniPolish\ \ dokładność estymacji; prawidłowość estymacji; bliskość w estymacjiRussian\ \ точность в оценкеUkrainian\ \ точність оцінюванняSerbian\ \ -Icelandic\ \ nálægð, í matEuskara\ \ gertutasuna, estimazioaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ نزديکي برآوردگرهاArabic\ \ مقاربة في التقديرAfrikaans\ \ nabyheid; raakheid (in beraming)Chinese\ \ 估 计 的 按 近 程 序Korean\ \ (추정)근사 -
38 density estimation
French\ \ estimation de densitéGerman\ \ DichteschätzungDutch\ \ dichtheidsschattingItalian\ \ stima di densitàSpanish\ \ estimación de densidadCatalan\ \ estimació de la densitatPortuguese\ \ estimação de densidadeRomanian\ \ estimarea densităţiiDanish\ \ tæthedsestimationNorwegian\ \ tetthet estimeringSwedish\ \ skattning av täthetsfunktionGreek\ \ εκτίμηση πυκνότηταςFinnish\ \ tiheysfunktion estimointiHungarian\ \ sûrûségbecslésTurkish\ \ yoğunluk tahminiEstonian\ \ tiheduse hinnangLithuanian\ \ tankio įvertisSlovenian\ \ gostota ocenaPolish\ \ estymacja funkcji gęstości rozkładuRussian\ \ оценка плотностиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ þéttleika matEuskara\ \ dentsitate zenbatespenFarsi\ \ baravorde chaghalyPersian-Farsi\ \ برآورد کردن چگاليArabic\ \ تقدير الكثافةAfrikaans\ \ digtheidsberamingChinese\ \ 密 度 估 计Korean\ \ 밀도추정 -
39 end-point estimation
French\ \ évaluation de point finalGerman\ \ Endpunkt-SchätzungDutch\ \ eindpunt schattingItalian\ \ valutazione di punto finaleSpanish\ \ valoración de la punto finalCatalan\ \ -Portuguese\ \ estimação de extremos do suporte; estimação de desfecho (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ endepunktet estimeringNorwegian\ \ end-punktestimeringSwedish\ \ slutpunkt uppskattningGreek\ \ εκτίμηση τελικού σημείουFinnish\ \ päätepisteiden estimointiHungarian\ \ végpont becslésTurkish\ \ sonlanım noktası tahminiEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ končna točka ocenjevanjaPolish\ \ -Russian\ \ оценка конечных результатовUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ lok-lið matEuskara\ \ amaiera-puntua zenbatespenFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تقدير نهاية النقطةAfrikaans\ \ eindpuntberamingChinese\ \ -Korean\ \ 끝점추정 -
40 estimating equation
French\ \ équation estimanteGerman\ \ SchätzgleichungDutch\ \ schattingsvergelijkingItalian\ \ equazione di stimaSpanish\ \ ecuación de estimaciónCatalan\ \ equació d'estimacióPortuguese\ \ equação estimadora; equação de estimaçãoRomanian\ \ -Danish\ \ estimationsligningNorwegian\ \ estimeringslikningSwedish\ \ skattningsekvationGreek\ \ εκτίμηση της εξίσωσηςFinnish\ \ estimointiyhtälöHungarian\ \ becslõ egyenletTurkish\ \ tahmin denklemiEstonian\ \ hindamisvõrrandLithuanian\ \ įvertinančioji lygtisSlovenian\ \ enačba ocenjevanjaPolish\ \ równanie szacująceRussian\ \ уравнение решением которого является оценкаUkrainian\ \ рівняння рішенням якого є оцінкаSerbian\ \ -Icelandic\ \ mat á jöfnuEuskara\ \ ekuazioa estimatzekoFarsi\ \ moadeleye b ravordPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تقدير المعادلةAfrikaans\ \ beramingsvergelykingChinese\ \ 估 计 方 程Korean\ \ 추정방정식
См. также в других словарях:
εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή … Dictionary of Greek
εκτίμηση — η 1. εκδήλωση τιμής, υπόληψη, σεβασμός. 2. υπολογισμός της αξίας πράγματος, διατίμηση: Εκτίμηση οικοπέδου. 3. υπολογισμός ή αντίληψη και κρίση για μέγεθος ή ποσό ή σημασία πράγματος: Εκτίμηση της απόστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 … Wikipedia
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
εκτιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση ή που προήλθε από εκτίμηση («εκτιμητική έκθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα ή την κλίση να είναι εκτιμητής 3. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα τής εκτιμήσεως … Dictionary of Greek