-
1 getirme
εισαγωγή, μεταφορά -
2 importation
εισαγωγή -
3 introduction
εισαγωγή -
4 введение
1. (вступительная часть) η εισαγωγήτο προοίμιο2. (новой техники или системы учёта) η εισαγωγή 3. (вещества в рабочее пространство) η έγχυση, η εισαγωγή 4. (поправок в системах управления) η διόρθωση 5. (обложение) η επιβολή (φόρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > введение
-
5 введение
-я ουδ.1. εισαγωγή, μπάσιμο, εμβολή•введение судна в гавань το μπάσιμο του σκάφους στο λιμάνι.
2. πρόλογος, εισαγωγή σε έργο•введение в философию εισαγωγή στη φιλοσοφία.
3. εκκλσ. τα εισόδια της Θεοτόκου. -
6 ввод
-а α.1. εισαγωγή, μπάσιμο•ввод войск в город εισαγωγή στρατευμάτων στην πόλη.
2. εισαγωγή ηλεκτρικών καλωδίων.εκφρ.ввод во владение ή в наследство – μεταβίβαση κυριότητας ή κληρονομιάς. -
7 вступление
1. (предисловие) η εισαγωγή, о πρόλογος, (в речи) το προοίμιο 2. (действие) η είσοδος, (в организацию) η εγγραφή, η εισδοχή 3. муз. η εισαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вступление
-
8 беспошлинный
беспошлинный αδασμολό γητος, ατελής \беспошлинный ввоз η ατε λής εισαγωγή* * *αδασμολόγητος, ατελήςбеспо́шлинный ввоз — η ατελής εισαγωγή
-
9 введение
-
10 ввоз
-
11 вступление
вступление с 1) (предисловие) η εισαγωγή 2) (в организацию) η εγγραφή, η είσοδος* * *с1) ( предисловие) η εισαγωγή2) ( в организацию) η εγγραφή, η είσοδος -
12 импорт
-
13 предисловие
-
14 увертюра
-
15 введение
введениес1. ἡ ἐφαρμογή, ἡ ἐπιβολή:\введение нового законодательства ἡ είσαγωγή (или ἡ καθιέρωση, ἡ ἐφαρμογή) νέας νομοθεσίας;2. (вступительная часть) ἡ είσαγωγή, τό προοίμιο[ν]. -
16 ввоз
ввозм ἡ εἰσαγωγή:\ввоз и вывоз товаров ἡ εἰσαγωγή καί ἐξαγωγή ἐμπορευμάτων. -
17 внедрение
внедрениес ἡ ἐφαρμογή, ἡ εἰσαγωγή, τό μπάσιμο:\внедрение передовой техники ἡ είσαγωγή (или ἐφαρμογή) τής πρωτοπόρος τεχνικής. -
18 вступление
вступлениес1. (действие) ἡ είσοδος, ἡ εἰσέλευσις (войск)/ τό μπάσιμο, ἡ προσ-χώρηση [-ις[, ἡ ἐγγραφήΛβ организацию)·2. (предисловие) ἡ εἰσαγωγή/ τό προανάκρουσμα, ἡ εἰσαγωγή (в музыке)/ τό προ» οίμιο[ν] (в речи). -
19 import
1. [im'po:t] verb(to bring in (goods etc) from abroad usually for sale: We import wine from France.) εισάγω2. ['impo:t] noun1) (something which is imported from abroad: Our imports are greater than our exports.) εισαγωγή,εισαγώμενο είδος2) (the act of bringing in goods from abroad: the import of wine.) εισαγωγή•- importer -
20 introduction
1) (the act of introducing, or the process of being introduced: the introduction of new methods.) εισαγωγή2) (an act of introducing one person to another: The hostess made the introductions and everyone shook hands.) (οι) συστάσεις3) (something written at the beginning of a book explaining the contents, or said at the beginning of a speech etc.) εισαγωγή
См. также в других словарях:
εἰσαγωγή — bringing in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγωγῇ — εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγῆι , εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆ — εἰσαγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual εἰσαγωγεύς introducer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆι — εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγχυση — Εισαγωγή υγρών, φαρμάκων, θρεπτικών ή άλλων ουσιών κατευθείαν σε αιμοφόρο αγγείο ή σε κοιλότητα του σώματος. * * * η (AM ἔγχυσις) 1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο τού σώματος 2. η ίδια ουσία που… … Dictionary of Greek
νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… … Dictionary of Greek
συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ … Dictionary of Greek
εἰσαγωγαῖς — εἰσαγωγή bringing in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγαί — εἰσαγωγή bringing in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)