-
1 εισαγωγή
εἰσαγωγεύςintroducer: masc nom /voc /acc dualεἰσαγωγεύςintroducer: masc acc sg——————εἰσαγωγέωguide: pres subj mp 2nd sgεἰσαγωγέωguide: pres ind mp 2nd sgεἰσαγωγέωguide: pres subj act 3rd sgεἰσαγωγῆι, εἰσαγωγεύςintroducer: masc dat sg (epic ionic)εἰσαγωγήbringing in: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 εισαγωγή
-
3 εἰσαγωγή
-
4 εἰσαγωγῆ
Βλ. λ. εισαγωγή -
5 εἰσαγωγῇ
Βλ. λ. εισαγωγή -
6 εἰσαγωγή
εἰσᾰγωγ-ή, ἡ,2 introduction, as of heirs by adoption, Is.10.9 (pl.); of children to a φρατρία, IG22.1237.108.II as law-term, bringing of causes into court, Pl. Lg. 855d(pl.);τῶν κλήρων Is.4.12
(pl.).III introduction to a subject, elementary teaching, Ph.Bel.56.12, D.H.Amm.2.1 (pl.), Ph.1.487, Arr.Epict.1.29.23, S.E.M.8.428 (pl.) ; elementary treatise, Εἰ. εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, title of work by Chrysippus, cf. Plu.2.43f(pl.), Gal.Libr.Propr.Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαγωγή
-
7 εισαγωγή
1) induction2) introductionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εισαγωγή
-
8 εισαγωγήι
εἰσαγωγῇ, εἰσαγωγέωguide: pres subj mp 2nd sgεἰσαγωγῇ, εἰσαγωγέωguide: pres ind mp 2nd sgεἰσαγωγῇ, εἰσαγωγέωguide: pres subj act 3rd sgεἰσαγωγεύςintroducer: masc dat sg (epic ionic)εἰσαγωγῇ, εἰσαγωγήbringing in: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 εἰσαγωγῆι
εἰσαγωγῇ, εἰσαγωγέωguide: pres subj mp 2nd sgεἰσαγωγῇ, εἰσαγωγέωguide: pres ind mp 2nd sgεἰσαγωγῇ, εἰσαγωγέωguide: pres subj act 3rd sgεἰσαγωγεύςintroducer: masc dat sg (epic ionic)εἰσαγωγῇ, εἰσαγωγήbringing in: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 εισαγωγά
εἰσαγωγά̱, εἰσαγωγήbringing in: fem nom /voc /acc dualεἰσαγωγά̱, εἰσαγωγήbringing in: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 εἰσαγωγά
εἰσαγωγά̱, εἰσαγωγήbringing in: fem nom /voc /acc dualεἰσαγωγά̱, εἰσαγωγήbringing in: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 εισαγωγής
εἰσαγωγέωguide: pres ind act 2nd sg (doric)εἰσαγωγεύςintroducer: masc nom plεἰσαγωγεύςintroducer: masc nom /voc plεἰσαγωγήbringing in: fem gen sg (attic epic ionic) -
13 εἰσαγωγῆς
εἰσαγωγέωguide: pres ind act 2nd sg (doric)εἰσαγωγεύςintroducer: masc nom plεἰσαγωγεύςintroducer: masc nom /voc plεἰσαγωγήbringing in: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 εισαγωγαίς
-
15 εἰσαγωγαῖς
-
16 εισαγωγαί
-
17 εἰσαγωγαί
-
18 εισαγωγών
εἰσαγωγέωguide: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εἰσαγωγήbringing in: fem gen plεἰσαγωγόςwatching over imports: masc gen pl -
19 εἰσαγωγῶν
εἰσαγωγέωguide: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εἰσαγωγήbringing in: fem gen plεἰσαγωγόςwatching over imports: masc gen pl -
20 εισαγωγάς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἰσαγωγή — bringing in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγωγῇ — εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγῆι , εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆ — εἰσαγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual εἰσαγωγεύς introducer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆι — εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγχυση — Εισαγωγή υγρών, φαρμάκων, θρεπτικών ή άλλων ουσιών κατευθείαν σε αιμοφόρο αγγείο ή σε κοιλότητα του σώματος. * * * η (AM ἔγχυσις) 1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο τού σώματος 2. η ίδια ουσία που… … Dictionary of Greek
νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… … Dictionary of Greek
συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ … Dictionary of Greek
εἰσαγωγαῖς — εἰσαγωγή bringing in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγαί — εἰσαγωγή bringing in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)