-
41 балка
балка Iж стр. τό δοκάρι, ἡ δοκός, τό καδρόνι.балка IIж (овраг) ἡ χαράδρα, τό φαράγγι. -
42 бревно
бревнос1. τό δοκάρι, ἡ δοκός, τό καδρόνι;2. перен; τό κούτσουρο, ὁ βλάκας. -
43 перекладина
перекладинаж ἡ τραβέρσα, ἡ διαδοκίς, τό πατερό / ἡ ὑπέρθυρος δοκός, τό πρέκι (над дверью). -
44 поперечииа
попереч||ииаж ἡ τραβέρσα, ἡ διάμεσος δοκός, ἡ διαδοκίς / τό σταυρόξυλο (и креста). -
45 штанга
штанг||аж1. ἡ μετάλλινη ράβδος·2. спорт, (футбольные ворота) ἡ δοκός·3. спорт, (снаряд) ὁ ἀλτήρας [-ήρ]:поднимать \штангау σηκώνω βάρη. -
46 балка
-
47 бимс
-а α.η μεσόδμη (δοκός πλοίου). -
48 брус
-а πλθ. -сья, -сьев α.1. δοκός, δοκάρι.2. βλ. брусок (3 σημ.).εκφρ.параллельные -сья – το δίζυγο (γυμναστικό όργανο). -
49 брусок
-ска α.1. δοκαράκι, μικρή δοκός.2. κάθε αντικείμενο τετράγωνο και επίμηκες•-мыла καλούπι (πλάκα) σαπούνι.
3. ακόνι, ακονόπετρα. -
50 двутавровый
κ. двухтавровый, επ. (τεχ.)• -ая балка δοκός με δυό πλατιά πέλατα. -
51 лежень
-
52 лонжерон
-а α.1. κυρία δοκός πτέρυγας.2. μηκίδα πλαισίου (αυτοκινήτου). -
53 матица
-ы θ.1. δοκός, δοκάρι οροφής.2. (διαλκ.) σάκκος αλιευτικού διχτιού. -
54 перемёт
-а α.1. καθετή (αλιευτικό δίχτυ).2. (διαλκ.) εγκάρσια δοκός.3. (διαλκ.) ανεμομάζωμα•снежные -ы χιονοστιβάδες.
-
55 переруб
-а α.1. κοπή, κόψιμο. || σφάξιμο σκότωμα.2. (διαλκ.) η δοκός, δοκάρι. -
56 поперечина
-ы θ.δοκός εγκάρσια, διαδο-κίδα, τραβέρσα. -
57 потолочина
-ы θ.δοκός ή σανίδα οροφής. -
58 прогон
-
59 распорка
-и θ.1. διάρρηξη, σπάσιμο.2. δοκός αμφιέρειστη. -
60 ригель
-я α.(τεχ.).1. μικρή δοκός εγκάρσια.2. ο σύρτης της κλειδαριάς.
См. также в других словарях:
δοκός — bearing beam masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek
δόκω — δόκος masc nom/voc/acc dual δόκος masc gen sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκούς — δοκός bearing beam masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκον — δόκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκῳ — δόκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek