Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η+δικαιοσύνη

  • 21 юстиция

    [γιουστίτσυγια] ουσ. θ. δικαιοσύνη

    Русско-греческий новый словарь > юстиция

  • 22 управа

    [ουπράβα] ουσ θ δικαιοσύνη

    Русско-эллинский словарь > управа

  • 23 юстиция

    [γιουστίτσυγια] ουσ θ δικαιοσύνη

    Русско-эллинский словарь > юстиция

  • 24 основание

    ουδ.
    1. θεμελίωση, Ιδρυση•

    основание города η ίδρυση της πόλης•

    год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•

    основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•

    экономическое основание οικονομική βάση•

    правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.

    3. λόγος, αιτία• στήριγμα•

    говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•

    на этом -и σαυτή τη βάση•

    на каком -и? σε ποια βάση;•

    иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•

    он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.

    4. (μαθ., χημ.) βάση•

    основание треугольника η βάση του τριγώνου.

    εκφρ.
    до -я – μέχρι θεμέλια•
    разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•
    на -и – με βάση•
    на -и закона – με βάση το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > основание

  • 25 правда

    θ.
    1. αλήθεια•

    он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•

    сущая правда πραγματική αλήθεια•

    правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.

    || η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.
    2. δίκαιο, δικαιοσύνη•

    искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.

    3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.
    4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.
    5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    εκφρ.
    всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)
    по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•
    по -е – τίμια, σωστά•
    правда-матка – αλήθεια πραγματική•
    - у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•
    смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•
    что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > правда

  • 26 правосудие

    ουδ.
    1. δικαιοσύνη•

    фемида правосудие богиня -я η Θέμιδα ήταν θεά της δικαιοσύνης.

    || τα δικαστήρια.
    2. δίκαιη δικαστική απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > правосудие

  • 27 разве

    μόριο κ. σύνδ.
    1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•

    разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•

    разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•

    разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;

    2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;
    3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•

    я ничего не.знаю

    - только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο).

    Большой русско-греческий словарь > разве

  • 28 фискал

    α., -ка, -и θ.
    χαφιές, σπιούνος• μαντατευτής• καταδότης, -τρία. || παλ. επόπτης για τα οικονομικά και δικαιοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > фискал

  • 29 Fairness

    subs.
    Whiteness: P. λευκότης, ἡ.
    Justice: P. δικαιοσύνη, ἡ.
    Correctness: Ar. and P. ὀρθότης, ἡ.
    Eqitableness: P. ἐπιείκεια, ἡ, V. τοὐπιεικές.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fairness

  • 30 Justice

    subs.
    P. and V. τὸ δκαιον, θέμις, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).
    Justice personified: V. Δκη, ἡ.
    Legal justice: P. and V. δκη, ἡ.
    Equity: P. ἐπιείκεια, ἡ, V. τοὐπιεικές.
    On grounds of justice: P. and V. κατὰ δκην; see Justly.
    Bring to justice: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν, V. πρὸς τὴν δκην γειν.
    Do justice to (met., describe adequately): P. ἐφικνεῖσθαι (gen.), τῷ λόγῳ ἐφικνεῖσθαι (gen.).
    Have justice done to one, get one's deserts: P. and V. ἄξια πάσχειν, V. τυγχνειν ἀξίων, τῶν ἐπαξίων κυρεῖν, Ar. τῆς ἀξίας τυγχνειν.
    ——————
    Δκη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Justice

  • 31 Morality

    subs.
    Justice: P. and V. τὸ δκαιον, P. δικαιοσύνη, ἡ.
    Equity: P. ἐπιείκεια, ἡ.
    Conduct: P. and V. πρᾶξις, ἡ.
    Righteousness: P. and V. εὐσέβεια, ἡ, P., ὁσιότης, ἡ.
    Divine law: P. and V. θεῖος νόμος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Morality

  • 32 Right

    adj.
    Correct, true: P. and V. ληθής, ὀρθός, V. ναμερτής; see True.
    Fit, proper: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, σύμμετρος, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. προσεικώς, ἐπεικώς, συμπρεπής.
    Just: P. and V. δκαιος, ἔνδικος, ὀρθός, σος, ἔννομος, ἐπιεικής.
    What is right, duty: see Duty.
    ( It is) right, lawful: P. and V. ὅσιον, θεμιτόν (negatively) (rare P.), θέμις (rare P.), V. δκη.
    Reasonable, fair: P. and V. εἰκός.
    This too is right: V. ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδε (Eur., Hipp. 988).
    Deserved, adj.: P. and V. ἄξιος, δκαιος, V. ἐπάξιος.
    Be right, v.: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.
    Hit the mark: P. and V. τυγχνειν.
    Come right, v.: P. and V. ὀρθοῦσθαι, κατορθοῦσθαι, εὖ ἔχειν, καλῶς ἔχειν.
    Thinking that the future will come right of itself: P. τὰ μέλλοντα αὐτοματʼ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς (Dem. 11).
    Put right, v.: P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, νορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    In one's right mind, adj.: P. and V. ἔννους, ἔμφρων; see Sane.
    Right as opposed to left: P. and V. δεξιός.
    The right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.
    On the right: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or use adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6).
    To the right of you: V. ἐν δεξιᾷ σου (Eur., Cycl. 682).
    Straight, direct: P. and V. εὐθς, ὀρθός.
    Adverbially: P. and V. εὐθύ, occasionally εὐθύς.
    Right out, (destroy, kill) right out: P. and V. ἄρδην; see Utterly.
    Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἄντικρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).
    Right through, prep.: V. διαμπάξ (gen.) (also used in Xen. as adv.), διαμπερές (gen.) (also used in Plat. as adv.).
    Right angle: P. ὀρθὴ γωνία, ἡ.
    At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.
    ——————
    subs.
    Justice: P. and V. τὸ δκαιον, θεμς, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).
    Legal right: P. and V. δκη, ἡ.
    Prerogative: P. and V. γέρας, τό; see Prerogative.
    Rights: P. and V. τὰ δκαια.
    Just claim: P. δικαίωμα, τό.
    Have a right to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.) (Eur., Heracl. 142), Ar. and P. ἄξιος εἶναι (infin.).
    By rights: use rightly.
    Put to rights: see put right, under Right.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    Set upright: P. and V. ὀρθοῦν.
    Guide aright: see under Guide.
    A ship strained forcibly by the sheet sinks, but rights again, if one slackens the rope: V. καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, ἔστη δʼ αὖθις ἢν χαλᾷ πόδα (Eur., Or. 706).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Right

  • 33 Righteousness

    subs.
    Justice: P. and V. τὸ δκαιον, P. δικαιοσύνη, ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.), τοὐπιεικές.
    Piety: P. and V. εὐσέβεια, ἡ, τὸ εὐσεβές, P. ὁσιότης, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Righteousness

  • 34 adliye

    δικαστήρια, (οθ) δικαστική εξουσία, δικαιοσύνη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > adliye

  • 35 insaflılık

    συμπόνια, δικαιοσύνη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > insaflılık

  • 36 yargı

    (adalet) δικαιοσύνη, (karar) απόφαση δικαστηρίου

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yargı

  • 37 právo

    1) αιτία
    2) δεξιός
    3) δικαιοσύνη
    4) δικαίωμα
    5) νόμος

    Česká-řecký slovník > právo

  • 38 fairness

    1) δικαιοσύνη
    2) ισότητα

    English-Greek new dictionary > fairness

См. также в других словарях:

  • δικαιοσύνη — righteousness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσύνῃ — δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσύνη — η 1. η ιδιότητα του δίκαιου: Μοίρασε με δικαιοσύνη την περιουσία του στα παιδιά του. 2. η δίκαιη κρίση: Η απονομή δικαιοσύνης γίνεται από τα δικαστήρια. 3. το σύνολο των δικαστηρίων και όλων των σχετικών υπηρεσιών: Η δικαιοσύνη της χώρας είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοσύναι — δικαιοσύνη righteousness fem nom/voc pl δικαιοσύνᾱͅ , δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσύνηι — δικαιοσύνῃ , δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσυνῶν — δικαιοσύνη righteousness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσύναις — δικαιοσύνη righteousness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσύνην — δικαιοσύνη righteousness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσύνης — δικαιοσύνη righteousness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»