-
1 справедливость
-и θ.το δίκαιο, το σωστό, η ορθότητα• το εύλογο•справедливость решения το σωστό της απόφασης.
|| δικαιοσύνη•нет -и δεν υπάρχει δικαιοσύνη•
бороться за справедливость αγωνίζομαι για δικαιοσύνη.
-
2 правосудие
-
3 справедливость
-
4 юстиция
-
5 управа
управ||аж1. τό δίκηο, τό δίκαιο[ν], ἡ δικαιοσύνη:искать \управау γυρεύω δικαιοσύνη· найти́ \управау на кого́-л. разг βρίσκω τό δίκηο μου, τιμωρώ τόν ἀδικητή μου·2. ист. τό συμβούλιο[ν]:городская \управа τό δημαρχεῖο[ν], ἡ δημαρχία -
6 юстиция
-и θ.δικαιοσύνη•министерствоюстицияи υπουργείο δικαιοσύνης•
советская юстиция σοβιετική δικαιοσύνη.
-
7 правосудие
η δικαιοσύνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правосудие
-
8 юстиция
η δικαιοσύνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юстиция
-
9 правосудие
правосудиес ἡ δικαιοσύνη. -
10 творить
творитьнесов (создавать) δημιουργώ/ κάνω (делать, совершать):\творить новую жизнь δημιουργώ νέα ζωή· \творить добро́ κάνω τό καλό· \творить чудеса κάνω θαύματα· \творить суд уст. ἀπονέμω δικαιοσύνη· \творить суд и расправу κυβερνώ, δικάζω αὐθαίρετα. -
11 юстиция
юстицияж ἡ δικαιοσύνη. -
12 управа
[ουπράβα] ουσ. θ. δικαιοσύνη -
13 юстиция
[γιουστίτσυγια] ουσ. θ. δικαιοσύνη -
14 управа
[ουπράβα] ουσ θ δικαιοσύνη -
15 юстиция
[γιουστίτσυγια] ουσ θ δικαιοσύνη -
16 основание
-я ουδ.1. θεμελίωση, Ιδρυση•основание города η ίδρυση της πόλης•
год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•
экономическое основание οικονομική βάση•
правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.
3. λόγος, αιτία• στήριγμα•говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•
на этом -и σαυτή τη βάση•
на каком -и? σε ποια βάση;•
иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•
он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.
4. (μαθ., χημ.) βάση•основание треугольника η βάση του τριγώνου.
εκφρ.до -я – μέχρι θεμέλια•разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•на -и – με βάση•на -и закона – με βάση το νόμο. -
17 правда
-ы θ.1. αλήθεια•он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•
сущая правда πραγματική αλήθεια•
правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.
|| η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.2. δίκαιο, δικαιοσύνη•искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.
3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;εκφρ.всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•по -е – τίμια, σωστά•правда-матка – αλήθεια πραγματική•- у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται. -
18 правосудие
-я ουδ.1. δικαιοσύνη•фемида правосудие богиня -я η Θέμιδα ήταν θεά της δικαιοσύνης.
|| τα δικαστήρια.2. δίκαιη δικαστική απόφαση. -
19 разве
μόριο κ. σύνδ.1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•
разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•
разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;
2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•я ничего не.знаю
- только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο). -
20 фискал
-а α., -ка, -и θ.χαφιές, σπιούνος• μαντατευτής• καταδότης, -τρία. || παλ. επόπτης για τα οικονομικά και δικαιοσύνη.
См. также в других словарях:
δικαιοσύνη — righteousness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύνῃ — δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύνη — η 1. η ιδιότητα του δίκαιου: Μοίρασε με δικαιοσύνη την περιουσία του στα παιδιά του. 2. η δίκαιη κρίση: Η απονομή δικαιοσύνης γίνεται από τα δικαστήρια. 3. το σύνολο των δικαστηρίων και όλων των σχετικών υπηρεσιών: Η δικαιοσύνη της χώρας είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
δικαιοσύναι — δικαιοσύνη righteousness fem nom/voc pl δικαιοσύνᾱͅ , δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύνηι — δικαιοσύνῃ , δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσυνῶν — δικαιοσύνη righteousness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύναις — δικαιοσύνη righteousness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύνην — δικαιοσύνη righteousness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύνης — δικαιοσύνη righteousness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek