-
1 επισκόπηση
[-ις (-εως)] η1) надзор, наблюдение; 2) осмотр, проверка; просмотр; 3) обзор, обозрение;διεθνής επισκόπηση — международное обозрение
-
2 обозрение
обозрение с η επισκόπηση, η επιθεώρηση (тж. театр.)' международное \обозрение η διεθνής επισκόπηση* * *сη επισκόπηση, η επιθεώρηση (тж. театр.)междунаро́дное обозре́ние — η διεθνής επισκόπηση
-
3 обозревательенне
обозреватель||еннес1. (в печати и т. п.) ἡ ἀνασκόπηση[-ις], ἡ ἐπισκόπηση [-ις]:международное \обозревательеннеение ἡ διεθνής ἐπισκόπηση· спортивное \обозревательеннеение ἡ ἀθλητική ἀνασκόπηση· литературное\обозревательеннеение ἡ λογοτεχνική ἀνα-σκόπηση [-ις]·2. театр. ἡ ἐπιθεώρηση [-ις]. -
4 обзор
-а α.1. περισκόπιση, παρατήρηση ολόγυρα ανίχνευση.2. μτφ. επισκόπηση•международный обзор διεθνής επισκόπηση.
См. также в других словарях:
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek