Перевод: с русского на английский

с английского на русский

η+διαταραχή

  • 1 moving average disturbance

    French\ \ perturbation définie pour une moyenne mobile; perturbation à moyenne mobile
    German\ \ MA-Störterm
    Dutch\ \ storing met verloop volgens een voortschrijdend gemiddelde-proces
    Italian\ \ perturbazione della media mobile
    Spanish\ \ perturbación de la media móvil; perturbación del tipo de media móvil
    Catalan\ \ perturbació de mitjana mòbil
    Portuguese\ \ perturbação por médias móveis
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ διαταραχή κινούμενου μέσου όρου
    Finnish\ \ liukuvan keskiarvon häiriö
    Hungarian\ \ mozgo átlag zavara
    Turkish\ \ hareketli bozulma ortalaması
    Estonian\ \ libisev keskmine häiring
    Lithuanian\ \ slenkamojo vidurkio trikdys
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ składnik losowy w postaci średniej ruchomej
    Ukrainian\ \ різке відхилення ковзаючого середнього
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ meðaltal truflun
    Euskara\ \ batez besteko traba mugitzen
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ اضطراب الوسط المتحرك
    Afrikaans\ \ bewegendegemiddelde-versteuring
    Chinese\ \ 移 动 平 均 分 布
    Korean\ \ 이동평균변이, 이동평균변동

    Statistical terms > moving average disturbance

  • 2 stochastic disturbance

    French\ \ perturbation stochastique
    German\ \ stochastische Störung
    Dutch\ \ stochastische storing
    Italian\ \ perturbazione stocastica
    Spanish\ \ perturbación estocástica
    Catalan\ \ perturbació estocàstica
    Portuguese\ \ perturbação estocástica
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ stokastisk störning
    Greek\ \ στοχαστική διαταραχή
    Finnish\ \ stokastinen häiriö; stokastinen levottomuus
    Hungarian\ \ sztochasztikus zavarhatás
    Turkish\ \ stokastik bozma
    Estonian\ \ stohhastiline häiring
    Lithuanian\ \ stochastinis trikdys; trikdymas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ zakłócenia losowe; składniki losowe
    Ukrainian\ \ стохастичні збурення
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ stochastic truflun
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ اضطراب تصادفي
    Afrikaans\ \ stogastiese versteuring
    Chinese\ \ 随 即 优 动
    Korean\ \ 확률변이, 확률변동, 확률교란

    Statistical terms > stochastic disturbance

См. также в других словарях:

  • διαταραχή — η (AM διαταραχή) διατάραξη νεοελλ. 1. ανωμαλία στην κανονική λειτουργία τμήματος ή όλου τού οργανισμού («στομαχικές διαταραχές») 2. «διαταραχές, ψυχικές» οι νευρώσεις* και ψυχώσεις* 3. μαθ. μέθοδος με την οποία επιλύεται ένα πρόβλημα εάν… …   Dictionary of Greek

  • διαταραχή — η σύγχυση, ανωμαλία της ισορροπίας, ταραχή: Τα οικονομικά ήταν η αιτία της διαταραχής της σχέσης τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • καταφασία — Διαταραχή του λόγου, κατά την οποία ο ασθενής αρχικά απαντά ομαλά στις ερωτήσεις που του θέτουν, στη συνέχεια όμως επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες απαντήσεις στα ερωτήματα. * * * ή ιατρ. διαταραχή τού λόγου η οποία συνίσταται στη συχνή επανάληψη… …   Dictionary of Greek

  • τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… …   Dictionary of Greek

  • ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει …   Dictionary of Greek

  • απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • ερυθροψία — Διαταραχή της όρασης που έχει αποτέλεσμα να βλέπει ο ασθενής όλα τα αντικείμενα κόκκινα. Η ε. είναι σχεδόν πάντα παροδική κατάσταση, που εμφανίζεται ως συνέπεια κάποιας πάθησης, όπως η επιληψία, ή έπειτα από εγχείρηση καταρράκτη. Οφείλεται όμως… …   Dictionary of Greek

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αγγειονεύρωση — Διαταραχή του νευρικού συστήματος που οφείλεται σε ανωμαλία του νευρικού συστήματος ή σε ορμονικές διαταραχές. Έχει επιπτώσεις σε διάφορα όργανα του σώματος π.χ. φαγούρα στο δέρμα, πρήξιμο των άκρων κλπ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»