-
1 сотрясение
сотрясение с 1) η δόνηση, το τράνταγμα 2): \сотрясение мозга η διάσειση του εγκεφάλου* * *с1) η δόνηση, το τράνταγμα2)сотрясе́ние мо́зга — η διάσειση του εγκεφάλου
-
2 мозг
-а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. -и α.1. μυαλό, μυελός•головной мозг ο εγκέφαλος•
спиной мозг ο νωτιαίος μυελός•
сотрясение -а διάσειση του εγκεφάλου•
воспаление -а εγκεφαλίτιδα•
продолговатый мозг προμήκης μυελός.
2. νους, διάνοια. || καθοδηγητικό κέντρο.3. πλθ. -и τα μυαλά (φαγητό).εκφρ.костный – μυελός των οστών•с мозгом (мозгами) – μυαλωμένος, ορθόφρονας•до -а костей – μέχρι μυελού οστέων, ως το κόκκαλο (τελείως)•вправить -и – βάζω μυαλό, νουθετώ, συμμορφώνω, συνετίζω•шевелить (раскидывать) -ами – διανοούμαι, βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, σχεδιάζω•- и не варят у него – δεν του κόβει το μυαλό ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές•- и набегрнь – (απλ.) ανάποδα σαν τον κάβουρα (αντίθετα προς όλους τους άλλους). -
3 мозг
ο μυελός, ο εγκέφαλος, το μυαλόкостный - των οστών/οστέωνразг. το μεδούλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мозг
-
4 сотрясение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сотрясение
-
5 сотрясение
-я ουδ.σείσιμο, τίναγμα, δόνηση• κραδασμός• τράνταγμα.εκφρ.сотрясение мозга – διάσειση του εγκεφάλου. -
6 сотрясение
сотряс||ениес τό τράνταγμα, ὁ τιναγμός:\сотрясениеение мозга ἡ διάσειση [-ις] τοῦ ἐγκεφάλου.
См. также в других словарях:
διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… … Dictionary of Greek
διάσειση — η απότομη καταστολή των λειτουργιών του εγκεφάλου, που προκαλείται από τράνταγμα ή χτύπημα, καθώς και τα συμπτώματα που τον συνοδεύουν: Εγκεφαλική διάσειση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)