-
1 známost
γνωριμία -
2 acquaintance
γνωριμία -
3 знакомство
-а ουδ.1. γνωριμία•завязать ή заводить знакомство πιάνω γνωριμία•
состоять в -е γνωρίζομαι, έχω γνωριμία•
прекратить с кем-л. всякое знакомство κόβω κάθε σχέση με κάποιον•
поддерживать с кем-л. знакомство διατηρώ (έχω) σχέσεις με κάποιον.
2. πλθ. -а γνωριμίες, γνωστοί•большое знакомство πολλές γνωριμίες•
иметь -а в городе έχω γνωστούς στην πόλη.
3. ύπαρξη γνώσεων•знакомство с ядерной физикой γνωριμία με την πυρινική φυσική.
εκφρ.по -у – με γνωριμία•с первого -.а – από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκα. -
4 знакомство
знакомство с η γνωριμία завести \знакомство κάνω γνωριμία* * *сη γνωριμίαзавести́ знако́мство — κάνω γνωριμία
-
5 знакомство
знако́м||ствос в разн. знач. ἡ γνωριμία:заводить \знакомство с кем-л. ἀρχίζω γνωριμία μέ κάποιον ◊ шапочное \знакомство ἡ τυπική γνωριμία, ἡ γνωριμία ἐξ ὀψεως. -
6 завести
завести 1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ 2) (пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος; \завести мотор βάζω μπρος το μοτέρ; \завести часы κουρντίζω το ρολόι ◇ \завести знакомство πιάνω γνωριμία \завести разговор αρχίζω κουβέντα* * *1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ2) ( пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπροςзавести́ мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
завести́ часы́ — κουρντίζω το ρολόι
••завести́ знако́мство — πιάνω γνωριμία
завести́ разгово́р — αρχίζω κουβέντα
-
7 знакомить
знакомить (с кем-л.) γνωρίζω* συσταίνω (представлять кого-л.) \знакомиться (с кем-л.) γνωρίζομαι, κάνω γνωριμία με κάποιον 2) (с чём-л.) γνωρίζομαι, επισκέπτομαι (осматривать)' \знакомиться с городом επισκέπτομαι την πόλη* * *(с кем-л.) γνωρίζω; συσταίνω (представлять кого-л.) -
8 знакомиться
1) (с кем-л.) γνωρίζομαι, κάνω γνωριμία με κάποιον2) (с чем-л.) γνωρίζομαι; επισκέπτομαι ( осматривать)знако́митьсяся с го́родом — επισκέπτομαι την πόλη
-
9 возобновлять
возобновлятьнесов ξαναρχίζω, ἀνανεώνω, ἐπαναλαμβάνω:\возобновлять беседу (работу) ξαναρχίζω τή συζήτηση (τή δουλειά)· \возобновлять переговоры ἐπαναλαμβάνω τίς διαπραγματεύσεις· \возобновлять связь (дружбу, знакомство) ἀποκαθιστώ τίς σχέσεις (φιλία, γνωριμία). -
10 заводить
заводитьнесов1. (куда-л.) φέρνω. ὀδηγῶ·2. (приобретать) ἀποκτῶ, παίρ-νω, προμηθεύομαι/ ἀγοράζω (покупать); \заводить корову παίρνω (или ἀποκτῶ) ἀγελάδα·3. (вводить, устанавливать) καθιερώνω, ἐφαρμόζω, είσάγω:\заводить новые порядки ἐφαρμόζω νέα τάξη· \заводить моду καθιερώνω τή μόδα·4. (механизм):\заводить часы κουρδίζω τό ρολόγι· \заводить мотор βάζω μπρος τή μηχανἤ ◊ \заводить разговор πιάνω κουβέντα, ἀνοίγω συζήτηση· \заводить знакомство πιάνω γνωριμία· \заводить спор κάνω (или στήνω) καυγἄ· \заводить в тупик ὀδηγῶ σέ ἀδιέξοδο. -
11 завязывать
завязыватьнесов1. δένω, συνδέω:\завязывать галстук δένω τήν γραβάτα·2. (устанавливать, начинать) πιάνω, ἀρχίζω, συνάπτω:\завязывать разговор πιάνω κουβέντα· \завязывать знакомство πιάνω γνωριμία· \завязывать торговые отношения συνάπτω ἐμπορικές σχέσεις· \завязывать переписку ἀρχίζω ἀλληλογραφία· \завязывать ссору πιάνω (или ἀρχίζω) καυγᾶ· \завязывать дру́ж-бу πιάνω φιλία. -
12 заочный
зао́ч||ныйприл:\заочныйное знакомство γνωριμία ἐξ ἀποστάσεως· \заочныйный приговор юр. ἡ καταδίκη ἐρήμην \заочныйное обучение ἡ ἐκπαίδευση μέ ἀλληλογραφία. -
13 знакси
знак||омиться1. (с кем-л.) γνωρίζομαι (μέ κάποιον), κάνω γνωριμία·2. (с чем-л.) γνωρίζομαι, λαμβάνω γνώσιν / βλέπω, ἐπισκέπτομαι, γνωρίζομαι μέ (осматривать):\знаксися с историческими памятниками ἐπισκέπτομαι τά ἰστορικά μνημεία. -
14 короткий
коро́тк||ийприл βραχύς, σύντομος:\короткий ответ ἡ λακωνική ἀπάντηση· \короткий путь ὁ σύντομος δρόμος· \короткийое дыхание τό λαχάνιασμα· \короткийие волосы τά κοντά μαλλιά· \короткийая волна радио τό βραχύ κϋμα· \короткийое замыкание эл. τό βραχυκύκλωμα· ◊ \короткийая память ἡ ἀδύνατη μνήμη· \короткийая расправа ἡ ΥΡήγορη τιμωρία· \короткийое знакомство ἡ στενή γνωριμία, οἱ φιλικές σχέσεις· быть с кем-л. на \короткийой ноге разг 'έχω στενές σχέσεις μέ κάποιον. -
15 многолетний
многолетн||ийприл1. πολυετής, πολυχρόνιος, πολύχρονος:\многолетнийее знакомство ἡ πολύχρονη γνωριμία·2. бот. πολυετής; \многолетнийее растение πολυετές φυτόν \многолетнийие травы τά πολυετή χόρτα. -
16 ознакомление
ознако́м||лениес ἡ γνωριμία, ἡ ἐνημέρωση [-ις], ἡ κατατόπιση [-ις]. -
17 шапочный
ша́почн||ыйприл τῶν καπέλλων, γιά καπέλλα· ◊ прийти к \шапочныйому разбору разг φθάνω στό τέλος, φθάνω τελευταίος· \шапочныйое знакомство ἡ γνωριμία ἐξ δψεως. -
18 contact
['kontækt] 1. noun1) (physical touch or nearness: Her hands came into contact with acid; Has she been in contact with measles?) επαφή2) (communication: I've lost contact with all my old friends; We have succeeded in making (radio) contact with the ship; How can I get in contact with him?) επαφή3) (a person with influence, knowledge etc which might be useful: I made several good contacts in London.) (χρήσιμη) γνωριμία4) ((a place where) a wire etc carrying electric current (may be attached): the contacts on the battery.) σημείο επαφής5) (a person who has been near someone with an infectious disease: We must trace all known contacts of the cholera victim.) άτομο που ήρθε σε επαφή6) (a person or thing that provides a means of communicating with someone: His radio is his only contact with the outside world.) επαφή2. verb(to get in touch with in order to give or share information etc: I'll contact you by telephone.) έρχομαι σε επαφή -
19 make someone's acquaintance
(to get to know someone: I made her acquaintance when on holiday in France.) κάνω γνωριμία με, γνωρίζω κάποιον -
20 знакомство
[ζνακόμστβα] ουσ. ο. γνωριμία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γνωριμία — και γνωριμιά και εγνωριμία, η (Μ γνωριμία και γνωριμιά και ἐγνωριμία) [γνώριμος] 1. το να γνωρίζει κάποιος κάποιον, η κοινωνική σχέση 2. σημάδι για αναγνώριση νεοελλ. γνωστό πρόσωπο μσν. η γνώση … Dictionary of Greek
γνωριμία — η κοινωνική σχέση, οικειότητα: Έχουμε στενή γνωριμία με τον υπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Καρά, Κάρλο Ντολμάτσο — (Carlo Dolmazzo Carra, Κουαρνιέντο, Αλεσάντρια 1881 – Μιλάνο 1966). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στην ακαδημία Μπρέρα στο Μιλάνο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως διακοσμητής για βιοπορισμό. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο… … Dictionary of Greek
Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek