Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+γενική

  • 121 заговор

    α.
    συνωμοσία•

    противоправительственный заговор αντικυβερνητική συνωμοσία•

    -катилины συνωμοσία Κατιλίνα•

    составлять συνωμοτώ, κάνω συνωμοσία•

    быть в -е συμμετέχω στη συνωμοσία.

    || σκευωρία.
    α.
    ξόρκι, ξόρκισμα•

    заговор против зубной боли ξόρκισμα οδοντόπονου.

    εκφρ.
    - молчания – γενική αποσιώπηση.

    Большой русско-греческий словарь > заговор

  • 122 капитальный

    επ.
    κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•

    капитальный вопрос κύριο ζήτημα•

    -ая мысль κύρια ιδέα.

    || γενικός•

    капитальный счёт γενικός λογαριασμός.

    || γερός, σταθερός, στέρεος•

    -ое произведение γερό έργο.

    εκφρ.
    - ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•
    капитальный ремонт – γενική επισκευή•
    - ая стена – τοίχος αντιστήριξης•
    - ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων.

    Большой русско-греческий словарь > капитальный

  • 123 кризис

    α.
    1. κρίση•

    экономический οικονομική κρίση•

    общий кризис капитализма γενική κρίση του καπιταλισμού.

    2. μεταίχμιο κατάστασης ασθενούς, κρίσιμη κατάσταση.
    3. έλλειψη, ανεπάρκεια•

    топливный кризис κρίση καυσίμων.

    εκφρ.
    политический кризис – πολιτική κρίση•
    правительственный кризис – κυβερνητική κρίση•
    министерский кризис – υπουργική (κυβερνητική) κρίση.

    Большой русско-греческий словарь > кризис

  • 124 мировой

    επ.
    1. του σύμπαντος•

    -ое пространство το διάστημα.

    2. παγκόσμιος•

    -ая карта ο παγκόσμιος χάρτης•

    -ая война παγκόσμιος πόλεμος•

    в -ом маcштабе σε διεθνή κλίμακα.

    3. εξαιρετικός, άριστος, θαυμάσιος, υπέροχος•

    -ая вещь υπέροχο πράγμα.

    εκφρ.
    - ая скорбьπαλ. γενική απαισιοδοξία (σε λογοτεχνικό έργο).
    επ.
    1. εξώδικος, χωρίς δικαστήριο, ειρηνικός•

    -ая сделка ειρηνική διευθέτηση ή συμφωνία.

    2. ουσ. α. ειρηνοδίκης.
    3. ουσ. θ. -ая ειρηνική διευθέτηση, ειρηνικός διακανονισμός•

    предлагать -ую προτείνω ειρηνική λύση•

    пойти на -ую δέχομαι ειρηνικό διακανονισμό•

    подписать -ую υπογράφω ειρηνικό διακανονισμό.

    εκφρ.
    мировой посредник – ειρηνευτής, ειρηνοποιός•
    мировой судьяβλ. 2 σημ. мировой суд ειρηνοδικείο.

    Большой русско-греческий словарь > мировой

  • 125 мобилизация

    θ.
    κινητοποίηση• επιστράτευση•

    всеобщая мобилизация γενική επιστράτευση•

    частичная мобилизация μερική επιστράτευση•

    мобилизация всех сил κινητοποίηση όλων των δυνάμεων•

    мобилизация армии κινητοποίηση του στρατού•

    мобилизация промышленности μετατροπή της βιομηχανίας για πολεμικούς σκοπούς.

    Большой русско-греческий словарь > мобилизация

  • 126 молва

    θ.
    φήμη, διάδοση•

    стоустная молва χίλιόστομη φήμη•

    о нём идёт худая молва γι αυτόν κυκλοφορεί άσχημη φήμη•

    всеобщая молва γενική κατακραυγή.

    Большой русско-греческий словарь > молва

  • 127 наблюдение

    ουδ.
    1. παρατήρηση•

    общее -γενική παρατήρηση (απ όλους)•

    вести наблюдение κάνω παρατήρηση, παρατηρώ•

    воздушное наблюдение εναέρια παρατήρηση•

    астрономическое наблюдение αστρονομική παρατήρηση•

    доступный -ю παρατηρήσιμος.

    2. επίβλεψη.
    3. τήρηση επιτήρηση.
    4. παρακολούθηση.

    Большой русско-греческий словарь > наблюдение

  • 128 неодобрение

    ουδ.
    αποδοκιμασία• επίκριση, κατάκριση, επιτίμηση•

    общее неодобрение γενική αποδοκιμασία.

    Большой русско-греческий словарь > неодобрение

См. также в других словарях:

  • γενική — η η δεύτερη πτώση των ονομάτων της ελληνικής γλώσσας: Γενική κτητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενική — Όρος της γραμματικής. Μία από τις πτώσεις της ελληνικής γλώσσας. Στην αρχαία ελληνική, όπως και στην καθαρεύουσα, η πρώτη κλίση των αρσενικών και η δεύτερη όλων των γενών έχουν κατάληξη σε –ου (ακόμα αρχαιότερη σε –οιο και –oo), η πρώτη των… …   Dictionary of Greek

  • Γενική Επιθεώρησις — Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό φιλολογικό περιοδικό (1892 93). Εκδότης του ήταν ο Αθανάσιος Αργυρός. Στο περιοδικό δημοσιευόταν πλούσια βιβλιογραφία των νέων εκδόσεων …   Dictionary of Greek

  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος — Η πρώτη επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο στις 7 Οκτωβρίου 1825, με διευθυντή τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ήταν δισεβδομαδιαία και εκδιδόταν έως τις 18 Απριλίου 1832, οπότε μετονομάστηκε Εθνική Εφημερίς …   Dictionary of Greek

  • Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… …   Dictionary of Greek

  • γενικῇ — γενικός belonging to fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενική — γενικός belonging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) …   Dictionary of Greek

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

  • Προέλληνες — Γενική ονομασία που δίνεται στους «αρχαιότατους» του ελληνικού χώρου, στους κατοίκους δηλαδή της Ελλάδας πριν εμφανιστούν οι Έλληνες. Οι κάτοικοι εκείνοι ήταν κυρίως Πελασγοί, Αιγαίοι και Κρητικοί. Ανήκαν και αυτοί στη λευκή φυλή, ήταν έξυπνοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»