-
1 βουτυριέρα
η маслёнка -
2 βουτυροδοχείον
το, βουτυροδόχος ο, η см. βουτυριέρα
См. также в других словарях:
βουτυριέρα — η γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση βουτύρου … Dictionary of Greek
βουτυροδοχείο — το δοχείο στο οποίο βάζουμε βούτυρο, βουτυριέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)