Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+βλάβη

  • 81 срыв

    α.
    1. απόσπαση, βίαια αφαίρεση.
    2. ανατροπή, ματαίωση, χάλασμα•

    срыв плана ανατροπή του σχεδίου.

    3. φθορά, βλάβη αχρήστευση•

    срыв резьбы η φθορά της έλικας (του κοχλία).

    4. βλ. обрыв.
    5. αποτυχία (υπόθεσης).
    6. πτώση, πέσιμο.
    7. απόσπαση, αποκοπή.
    8. λύση, λύσιμο, αποδέσμευση, απελευθέρωση.

    Большой русско-греческий словарь > срыв

  • 82 убыток

    -тка α. απώλεια, χάσιμο, φθορά, ζημιά, βλάβη•

    нести (потерпеть) убыток ζημιώνομαι, βλάπτομαι•

    продавать без -тка πουλώ με το αζημίωτο•

    продавать с -тком πουλώ με ζημία.

    εκφρ.
    в -тке быть (находить(ся) – ζημιώνομαι, βγαίνω ζημιωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > убыток

  • 83 устранить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устранённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. απομακρύνω• αίρω, αφαιρώ• εξαλείφω• αποβάλλω•

    устранить препятствие (преграду) с пути καθαρίζω τα εμπόδια από το δρόμο•

    -недостатки в работе εξαλείφω τις αδυναμίες στη δουλειά•

    устранить дурную привычку αποβάλλω κακή συνήθεια.

    || διορθώνω, θεραπεύω•

    устранить аварию θεραπεύω τη βλάβη.

    2. απομακρύνω (από κατεχόμενη θέση), απολύω, αποβάλλω, διώχνω•

    его -ли с института τον έδιωξαν από το ινστιτούτο•

    -ли его от руководства партии τον απομάκρυναν από την καθοδήγηση του κόμματος.

    1. απομακρύνομαι θεληματικά, αποχωρώ, φεύγω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι.
    2. εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνω, εκλείπω•

    -лись недоразумения εξέλειψαν οι παρεξηγήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > устранить

  • 84 шкода

    θ. (απλ.).
    1. ζημιά, βλάβη, απώλεια.
    2. αταξία, ακαταστασία• παρεκτροπή.
    3. ζημιωτής• ζημιάρης.

    Большой русско-греческий словарь > шкода

  • 85 шкодить

    -дишь
    ρ.δ. (απλ.) προξενώ ζημιά, βλάβη, απώλεια.

    Большой русско-греческий словарь > шкодить

  • 86 яд

    -а (яду) α.
    1. δηλητήριο, φαρμάκι, ιός•

    смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο•

    посыпать яд ρίχνω δηλητήριο•

    принять яд παίρνω δηλητήριο.

    || μτφ. κάθε τι που προκαλεί θλίψη, βλαβερή επίδραση, ηθική βλάβη•

    яд сомнений το δηλητήριο των αμφιβολιών.

    2. μτφ. κακία, μοχθηρότητα, κακεντρέχεια.

    Большой русско-греческий словарь > яд

См. также в других словарях:

  • βλάβη — harm fem nom/voc sg (attic epic ionic) βλάβος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βλάβος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βλάπτω disable aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάβῃ — βλάβη harm fem dat sg (attic epic ionic) βλάπτω disable pres subj mid 2nd sg (epic) βλάπτω disable pres ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — η φθορά, ζημιά: Η βλάβη στη μηχανή του αυτοκινήτου είναι ανεπανόρθωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαβῇ — βλάπτω disable aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …   Dictionary of Greek

  • ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… …   Dictionary of Greek

  • βλάβηι — βλάβῃ , βλάβη harm fem dat sg (attic epic ionic) βλάβῃ , βλάπτω disable pres subj mid 2nd sg (epic) βλάβῃ , βλάπτω disable pres ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • βλάβαι — βλάβη harm fem nom/voc pl βλάβᾱͅ , βλάβη harm fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαβῶν — βλάβη harm fem gen pl βλάβος neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»