Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+βιβλιοθήκη

  • 21 библиотека

    [μπιμπλιατιέκα] ουσ θ. βιβλιοθήκη

    Русско-эллинский словарь > библиотека

  • 22 вместить

    вмещу, вместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещенный, βρ: -щен, -щена, -щено ρ.σ.μ.
    χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω•

    этот шкаф -ит все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χωρέσει όλα τα βιβλία μου•

    зал не -ил всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρθαν.

    περιλαμβάνομαι, χωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > вместить

  • 23 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 24 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 25 книгохранилище

    ουδ.
    1. βιβλιοφυλάκιο.
    2. μεγάλη βιβλιοθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > книгохранилище

  • 26 книжный

    επ.
    1. του βιβλίου•

    книжный переплёт η βιβλιοδεσία•

    книжный шкаф βιβλιοθήκη (έπιπλο)•

    -магазин βιβλιοπωλείο•

    -ая торговля βιβλιε-μπορία.

    2. θεωρητικός, άσχετος με την πράξη.
    3. του γραπτού λόγου•

    -ые выражения εκφράσεις γραπτού λόγου.

    εκφρ.
    - ая палата – κεντρικό βιββλιογραφικό ίδρυμα στην ΕΣΣΔ.

    Большой русско-греческий словарь > книжный

  • 27 насытить

    -ыщу, -ытишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насыщенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χορταίνω•

    насытить голодного χορταίνω τον πεινασμένο•

    насытить землю водой χορταίνω τη γη με νερό.

    2. εφοδιάζω πλήρως•

    насытить библиотеку произведениями классиков εφοδιάζω τη βιβλιοθήκη με έργα κλ,ασσικά (κλασσικών συγγραφέων).

    || μτφ. ικανοποιώ πλήρως.
    3. υπερπληρώ, πληρώ κατά κόρο.
    1. χορταίνω, τρώγω κατά κόρο. || μτφ. ικανοποιούμαι πλήρως.
    2. μτφ. πληρούμαι•

    земля -лэсь водой η γη χόρτασε νερό•

    воздух постепенно -лся вредными испарениями ο αέρας βαθμιαία γέμισε από βλαβερές αναθυμιάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > насытить

  • 28 обогатить

    -ашу, -атишъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обогащенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλουτίζω, κάνω κάποιον πλούσιο•

    ваши сто рублей меня не -ят τα δικά σας εκατό ρούβλια δε θα με κάνουν πλούσιο•

    обогатить библиотеку πλουτίζω τη βιβλιοθήκη•

    обогатить свой знания πλουτίζω τις γνώσεις μου.

    2. εμπλουτίζω (μέταλλο, έδαφος κ.τ.τ.).
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλουτίζω.
    2. εμπλουτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обогатить

  • 29 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 30 передвижка

    θ.
    1. μετακίνηση.
    2. μέσο κινητό•

    библиотека— κινητή βιβλιοθήκη.

    || κινητός κινηματογράφος.

    Большой русско-греческий словарь > передвижка

  • 31 переменить

    -меню, -мнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. αλλάζω,• переменить книгу в библиотеке αλλάζω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη•

    переменить работу αλλάζω τη δουλειά•

    переменить бель αλλάζω τα εσώρουχα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα.

    2. κάνω τι διαφορετικό•

    переменить голос αλλάζω τη φωνή•

    переменить мнение αλλάζω γνώμη.

    1. αλλάζω, γίνομαι διαφορετικός•

    тема разговора -лась το θέμα της συνομιλίας άλλαξε•

    жизнь -лась η ζωή άλλαξε•

    погода скоро -ится ο καιρός γρήγορα θ αλλάξει•

    женится-переменится όποιος παντρεύεται - συμμαζεύεται (αλλάζει).

    2. αλλάζω•

    переменить ролями αλλάζομε τους ρόλους.

    Большой русско-греческий словарь > переменить

  • 32 поместить

    -мещу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помещённый, βρ: -щён, -щена, -но
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, θέτω, βάζω σε θέση, εγκαθιστώ, παρέχω θέση•

    поместить туристов в гостинице εγκαθιστώ τους τουρίστες στο ξενοδοχείο•

    поместить все книги можно поместить в шкафу όλα τα βιβλία μπορεί να χωρέσουν στη βιβλιοθήκη•

    поместить ребнка в детдом βάζω το παιδάκι στο παιδικό άσυλο•

    поместить деньги в сберкассу βάζω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    2. καταχωρώ• συμπεριλαβαίνω•

    статью в журнале βάζω το άρθρο στο περιοδικό•

    поместить объявление в газете δημοσιεύω ανακοίνωση στην εφημερίδα.

    1. χωρώ• (συ μ) περιλαμβάνομαι.
    2. εγκατασταινομαι (σε σπίτι). || κάθομαι, πιάνω θέση.

    Большой русско-греческий словарь > поместить

  • 33 работать

    ρ.δ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•

    работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•

    работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•

    работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•

    работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•

    работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.

    2. εκτελώ μια ειδική εργασία•

    работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•

    -электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•

    я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.

    3. λειτουργώ•

    часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•

    мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•

    моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.

    || είμαι ανοιχτός•

    библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.

    4. φτιάχνω•

    работать сапоги φτιάχνω μπότες.

    εκφρ.
    работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.
    1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.
    2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > работать

  • 34 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

  • 35 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

  • 36 система

    θ.
    1. σύστημα• τάξη• σειρά•

    система расстановки книг в библиотеке το σύστημα τοποθέτησης των βιβλίων στη βιβλιοθήκη•

    нарушить -у παραβιάζω το σύστημα•

    система лечения το σύστημα θεραπείας•

    педагогическая система παιδαγωγικό σύστημα•

    философская система декарта φιλοσοφικό σύστημα του Καρτέσιου.

    2. συγκρότηση, ενιαίο όλο• αλληλοσύνδεση•

    солнечная το ηλιακό σύστημα•

    нервная система το νευρικό σύστημα.

    || συγκρότημα τεχνικό•

    система отопления σύστημα θέρμανσης•

    оросительная система αρδευτικό σύστημα.

    3. κοινωνική οργάνωση•

    феодальная, капиталистическая, социалистическая система φεουδαρχικό, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό σύστημα.

    εκφρ.
    выборная система – εκλογικό σύστημα.

    Большой русско-греческий словарь > система

  • 37 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 38 шкаф

    -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. шкафы, α.
    σκευοθήκη• ιματιοθήκη• ερμάριο•

    книжный шкаф η βιβλιοθήκη•

    платяной шкаф η γκαρντερόμπα•

    стенной шкаф το ντουλάπι στον τοίχο.

    || κιβώτιο•

    несгорямый шкаф αλεξίπυρο (ή πυρίμαχο) κιβώτιο•

    духовой шкаф βλ. духовка.

    Большой русско-греческий словарь > шкаф

См. также в других словарях:

  • βιβλιοθήκη — book case fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιοθήκῃ — βιβλιοθήκη book case fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — η 1. έπιπλο με ράφια στα οποία τοποθετούνται βιβλία: Η βιβλιοθήκη που αγόρασα πιάνει όλο τον τοίχο. 2. αίθουσα ή κτίριο όπου φυλάσσονται βιβλία και διατίθενται για χρήση από το κοινό: Δανείζομαι συχνά βιβλία από τη δημοτική βιβλιοθήκη. 3. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γεννάδειος Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Τον πυρήνα της αποτέλεσε η πλούσια συλλογή βιβλίων την οποία δώρισε ο Ιωάννης Γεννάδιος, στην Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας με τον όρο να ανεγερθεί ειδικό κτίριο στην Αθήνα για να στεγάσει μόνιμα τη βιβλιοθήκη.… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία της Ιταλίας, μία από τις πιο πλούσιες και παλαιότερες της Ευρώπης. Ιδρύθηκε από τον Κόσιμο τον Παλαιό (1389 1464), λειτουργώντας αρχικά ως ιδιωτική βιβλιοθήκη της οικογένειας των Μεδίκων. Εμπλουτίστηκε από τον γιο του… …   Dictionary of Greek

  • Λοβέρδου, βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής. Δημιούργημα του Σπυρίδωνα Λοβέρδου (βλ. λ.), η β.Λ. περιλαμβάνει περισσότερα από τριάντα χιλιάδες έντυπα, που αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στη μετά την Άλωση ελληνική ιστορία και φιλολογία. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • Αδριανού, Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη που έχτισε ο αυτοκράτορας Αδριανός στην Αθήνα. Τα σημαντικότερα από τα σωζόμενα τμήματά της βρίσκονται σήμερα στην αρχή της οδού Άρεως, κοντά στην πλατεία Μοναστηρακίου. Πρόκειται για έναν τοίχο στον οποίο στηρίζονται επτά μονόλιθοι… …   Dictionary of Greek

  • Βοδληιανή Βιβλιοθήκη — (Bodleian Library). Μία από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μεγάλης Βρετανίας, με έδρα την Οξφόρδη. Ιδρύθηκε τον 15ο αι., όταν ο δούκας Χάμφρεϊ του Γκλόσεστερ άφησε με δωρεά τα βιβλία του στην… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκιανή Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Nazionale Marciana). Ιστορική βιβλιοθήκη της Βενετίας. Ιδρυτής της θεωρείται ο ποιητής Πετράρχης, ο οποίος, το 1362, υποσχέθηκε να δωρίσει τα βιβλία του στη Δημοκρατία της Βενετίας, με σκοπό τη συγκρότηση δημοτικής βιβλιοθήκης. Ωστόσο …   Dictionary of Greek

  • Αγγελική Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Angelica).Βιβλιοθήκη της Ρώμης. Περιέχει 120.000 τόμους βιβλία και 3.000 χειρόγραφα. Ιδρύθηκε το 1614 από τον Άγγελο Ρόκα (1545 1620), λόγιο διευθυντή του τυπογραφείου του Βατικανού, ο οποίος δώρησε σε αυτήν την πλούσια βιβλιοθήκη του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»