-
41 исток
1. (исходный узел графа, сетевого графика или электрод полевого транзистора) η αρχή, το αρχικό κομβίο 2. (реки, ручья) η πηγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исток
-
42 начало
η αρχήη έναρξη- координат - των συντεταγμένων, το σημείο μηδένРусско-греческий словарь научных и технических терминов > начало
-
43 начинание
η αρχήη έναρξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > начинание
-
44 основа
1. (опора, каркас) η βάση, ο σκελετός 2. (в абстрактном значении) η βάση, η αρχή 3. текст. о στήμων, το στημόνι, η βάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > основа
-
45 перековать
1. (выковать заново) σφυρηλατώ (εν θερμώ) ξανά/από την αρχή 2. (ковкой переделать во что-л. другое) μεταμορφώνω (σε κάτι άλλο) το διάπυρο μέταλλο με σφυρηλασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перековать
-
46 переконопатить
καλαφατίζω ξανά ή από την αρχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переконопатить
-
47 переобучиться
1. (обучиться чему-л. заново) μαθαίνω εκ νέου/ξανά (από την αρχή, αλλιώς) 2. (обучиться чему-л. другому) ξαναδιδάσκομαι (μαθαίνω κάτι άλλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переобучиться
-
48 плавание
1. (рейс) το ταξίδ/ι, ο πλουςвыходить{}уходить{} в - σαλπάρω (ξεν.), αποπλέωξεκινώ το -, πάω/φεύγω -2. (судовождение) η ναυτιλίαгодность к - ю ικανότητα για -, καταλληλότητα για -, η πλοϊμότητα3. (вид спорта) η κολύμβηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавание
-
49 пластина
η πλάκα, το έλασμαтехнологическая - вконце{}начале{} шва (св.) τεχνολογική - στοτέλος/στην αρχή της ραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пластина
-
50 прокурор
ο εισαγγελέας, ο εισαγγελεύς, (при уголовном суде) η εισαγγελική αρχή (στα ποινικά δικαστήρια)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокурор
-
51 строка
η σειρά, η γραμμή, красная - η αρχή της παραγράφουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строка
-
52 начать
начать, начинать αρχίζω \начаться αρχίζω, βρίσκομαι στην αρχή· лекция уже началась η διάλεξη άρχισε πια* * *= начинать -
53 начаться
αρχίζω, βρίσκομαι στην αρχήле́кция уже́ начала́сь — η διάλεξη άρχισε πια
-
54 тдебю
мη αρχή (σταδιοδρομίας), το ντεμπούτο -
55 аз
азм:ни \аза не знать разг δέν σκαμπάζω γρύ, ἔχω μεσάνυχτα; начинать с \азов ἀρχίζω ἀπό τό ἄλφα (или ἀπό τήν ἀρχή); твердить \азώ βρίσκομαι στό ἄλφα. -
56 альфа
альф||аж τό ἄλφα; ◊ \альфа и омега τό ἄλφα καί τό ὠμέγα; от \альфаы до омеги ἀπ' τήν ἀρχή ὡς τό τέλος. -
57 блин
блинм ἡ τηγανίτα; ◊ первый \блин комом погов. ἡ κάθε ἀρχή καί δύσκολη. -
58 было
былочастица στήν ἀρχή (сначала)/ παρά λίγο, παρ' ὀλίγο[ν] (едва не):он \было собирался выехать ήταν ἐτοιμος νά ἀναχωρήσει; чуть \было не упал παρ' ὀλίγο νά πέσω. -
59 вначале
вначаленареч στήν ἀρχή, πρώτα. -
60 возглавить
возглавитьсов, возглавлять несов τίθεμαι (или μπαίνω) ἐπί κεφαλής, ήγοῦ-Д<-1, ἀναλαμβάνω τήν ἀρχή[ν].
См. также в других словарях:
ἁρχή — ἀρχή , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχή — (arche) (греч.) начало. см. Архе. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἀρχῇ — ἀρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχή — beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — η 1. έναρξη, αφετηρία τοπική ή χρονική: Βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του. – Είμαστε στην αρχή του δρόμου. 2. η πρώτη αιτία, αφορμή: Αυτή ήταν η αρχή του κακού. 3. θεμελιακός ηθικός κανόνας: Αυτό είναι αντίθετο με τις αρχές μου. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek
Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα — Ιδρύθηκε το 1997 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με δικό της προϋπολογισμό και γραμματεία. Αποστολή της είναι η εποπτεία της εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρόεδρός της είναι ανώτατος δικαστικός … Dictionary of Greek
Αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου — Στο Διάλογο των μέγιστων συστημάτων ο Γαλιλαίος εκθέτει έτσι την αρχή αυτή: «Κλειστείτε με κάποιο φίλο σας στο μεγαλύτερο θάλαμο που υπάρχει κάτω από το κατάστρωμα ενός μεγάλου πλοίου και κατόπιν πάρετε μύγες, πεταλούδες και άλλα όμοια ιπτάμενα… … Dictionary of Greek
κοσμολογική αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι θέσεις μέσα στο σύμπαν είναι ισοδύναμες. Η αρχή αυτή αποτελεί τη βάση της σύγχρονης κοσμολογίας και αποτελεί ακραία έκφραση της άποψης του Κοπέρνικου ότι η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Αν αγνοηθούν… … Dictionary of Greek
ακροφωνίας, αρχή της- — Αρχή, στην οποία στηρίχτηκε η μετατροπή της ιδεογραφικής και συλλαβικής γραφής σε αλφαβητική. Βλ. λ. γραφή … Dictionary of Greek
αντιστοιχίας, αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της κβαντομηχανικής που ισχύουν για μικροσκοπικά συστήματα μπορούν να δώσουν τα ίδια αποτελέσματα όταν δοκιμαστούν σε συστήματα μεγάλων διαστάσεων, όπως ακριβώς οι νόμοι της κλασικής μηχανικής περιγράφουν… … Dictionary of Greek