-
21 ἁρετή
Βλ. λ. αρετή -
22 Ἀρέτη
Βλ. λ. Αρέτη -
23 Ἀρέτῃ
Βλ. λ. Αρέτη -
24 ἀρετή
{сущ., 5}нравственное совершенство, превосходные качества, добродетель, благородство.Ссылки: Флп. 4:8; 1Пет. 2:9; 2Пет. 1:3, 5. LXX: 1935 ( דוֹה), 8416 (הָלּהִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀρετή
-
25 αρετή
{сущ., 5}нравственное совершенство, превосходные качества, добродетель, благородство.Ссылки: Флп. 4:8; 1Пет. 2:9; 2Пет. 1:3, 5. LXX: 1935 ( דוֹה), 8416 (הָלּהִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρετή
-
26 ἀρετῇ
совершенствомдоброкачественности ἀρετὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρετῇ
-
27 ἀρετὴ
добродетельἀρετῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρετὴ
-
28 αρετή
η1) добродетель; достоинство, хорошее качество;έχει πολλές αρετές — у н,его много достоинств;
2) высокая нравственность, нравственная чистота -
29 ἀρετή
(нравственное) совершенство, превосходные качества, добродетель, благородство; LXX: (הוֹד), (תְּהִלָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρετή
-
30 ἀρετή
добродетель, хорошие качества -
31 αρετή
[арэти] ουσ. Θ. добродетель.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρετή
-
32 ἀρετή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-6-2-25=33 Is 42,8.12; 43,21; 63,7; Hab 3,3majesty, excellence Hab 3,3; virtue Wis 4,1; distinction, fame Zech 6,13; ἀρεταί praises (of God) Is 42,8 Cf. HATCH 1889, 40-41; →NIDNTT; TWNT -
33 αρετή
[арэти] ουσ θ добродетель. -
34 αρετή
vertu -
35 αρετή
1) cnota (f) rzecz.2) zaleta (f) rzecz. -
36 αρετή
1) ctnost2) síla -
37 αρετή
virtueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρετή
-
38 αἰν-αρέτη
αἰν-αρέτη, voc., du schrecklich tapferer, Il. 16, 31 ( ἅπαξ εἰρημ.); Aristonic. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι τινὲς γράφουσιν αἴν' ἀρετῆς, καὶ ἐκφέρουσι κατὰ τὸ περισπώμενον, ἵν' ᾖ πρότερον αἰνέ, εἶτα πρὸς τὰ κάτω ἀρετῆς τί σευ ἄλλος ὀνήσεται. πιϑανὠτερον δὲ συνϑέτως αἰναρέτη, ἐπὶ κακῷ τὴν ἀρετὴν ἔχων.
-
39 Η πάστρα είναι αρετή
• Чистота – это добродетельИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η πάστρα είναι αρετή
-
40 erdem
αρετή
См. также в других словарях:
ἁρετή — ἀρετή , ἀρετή goodness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετῇ — Ἀρετή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετή — goodness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
αρετή — η 1. ικανότητα, αξιοσύνη: Η κυριότερη αρετή ενός ηγέτη είναι να ξέρει να κατευθύνει. 2. προτέρημα, χάρισμα: Έχει μια σημαντική αρετή, είναι ειλικρινής. 3. ο σεβασμός των ηθικών κανόνων: Άνθρωπος με τέτοια αρετή δεν μπορεί να έχει κάνει αυτά που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρετῇ — ἀρετάω thrive pres subj mp 2nd sg (doric) ἀρετάω thrive pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres subj act 3rd sg (doric) ἀρετάω thrive pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἀρετάω thrive… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέτη — Ἀρέτας masc voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέτη — ἀ̱ρέτη , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱ρέτη , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀρετάω thrive pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέτῃ — Ἀρέτας masc dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀρετῇ — Ἀρετῇ , Ἀρετή fem dat sg (attic epic ionic) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres subj mp 2nd sg (doric) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres subj act 3rd sg (doric) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)