-
21 поетановление
поетановлениес ἡ ἀπόφαση [-ις], τό ψήφισμα / τό διάταγμα (правительственное):\поетановление суда ἡ δικαστική ἀπόφαση· βώ-нести \поетановление ἐκδίδω ἀπόφασιν. -
22 мнение
-я ουδ.1. γνώμη•общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•
высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•
обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•
благоприятное мнение ευμενής γνώμη•
борьба -ий πάλη γνωμών•
разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•
изменять мнение αλλάζω γνώμη•
быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•
быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•
быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•
быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•
я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.
2. πόρισμα, απόφαση•мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•
мнение суда απόφαση δικαστηρίου.
-
23 намерение
-я ουδ.σκοπός, διάθεση• πρόθεση• απόφαση•угадать чь-н. намерение μαντεύω τη διάθεση κάποιου•
благие -я αγαθές διαθέσεις•
от -я до исполнения далеко από την πρόθεση ως την εκτέλεση είναι μακριά•
его -я не удались οι σκοποί του δεν πέτυχαν•
упорствовать в своём -и επιμένω στην απόφαση μου.
εκφρ.без (всякого) -я – χωρίς (καμιά) πρόθεση•с -ем – σκόπιμα. -
24 обвинительный
επ.κατηγορικός, -ρητικός, -ρητήριος•обвинительный акт το κατηγορητήριο•
-ая речь ομιλία του δημόσιου κατήγορου•
обвинительный приговор απόφαση ενοχής•
-ое заключение καταδικαστική απόφαση.
-
25 определение
-я ουδ.1. καθορισμός, προσδιορισμός. || διασαφήνιση, διευκρίνηση, ξεκαθάρισμα.2. ορισμός, διατύπωση.3. σημείωση, διαγραφή, διάγραμμα.4. καθιέρωση. || χορήγηση, παροχή, δόσιμο. || προκαθορισμός.5. διορισμός, τοποθέτηση.6. (για συνθήκες περιβάλλοντος κ.τ.τ.) καθορισμός.7. απόφαση•-суда απόφαση δικαστηρίου.
8. (γραμμ.) προσδιορισμός•определение времени, места, образа действия χρονικός, τοπικός, τροπικός προσδιορισμός.
-
26 судебный
επ.δικαστικός•-ые издержки τα δικαστικά έξοδα•
-ое решение δικαστική απόφαση•
-ое следствие δικαστική ανάκριση•
исполнитель δικαστικός επιμελητής•
-ым порядком με τη δικαστική οδό•
судебный приговор καταδικαστική απόφαση•
-ая медицина η ιατροδικαστική.
-
27 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
28 обвинительный
καταδικαστικ/ός - приговор - ή απόφαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обвинительный
-
29 постановление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постановление
-
30 приговор
юр. η απόφασηобвинительный - καταδικαστική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приговор
-
31 принимать
1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω 9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω 13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать
-
32 присудить
1. (приговорить) (καταδικάζω, επιβάλλω ποινή 2. (о решении суда) αποφασίζω, παίρνω απόφαση, επιδικάζω 3. (вынести постановление ο присвоении чего-л.) απονέμω, βραβεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присудить
-
33 резолюция
1. (решение, принятое на заседании, собрании и т.п.) η απόφαση 2. (письменное заключение, распоряжение должностного лица на деловой бумаге) η γνωμάτευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резолюция
-
34 решать
1. мат. λύνω, επιλύω. - задачу - το πρόβλημα 2. (выносить, принимать решение относительно кого-, чего-л.) αποφασίζω, παίρνω απόφασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > решать
-
35 решение
1. (вывод, заключение, постановление) η απόφαση 2. мат. η λύση, η επίλυση 3. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решение
-
36 суд
(государственный орган) το δικαστήριοкассационный - см. - второй инстанции коммерческий - εμπορικό -, το εμποροδικείοкраевой - см. - второй инстанции морской - ναυτικό -, το ναυτοδικείοрайонный - см. - первой инстанции третейский - διαιτητικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суд
-
37 экспертиза
1. (исследование чего-л. с целью дать правильное заключение, правильную оценку чего-л.) η εμπειρογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνηокончательная - см. заключительная2. (экспертная комиссия) η επιτροπ/ή των εμπειρογνωμόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспертиза
-
38 бесповоротный
бесповоротн||ыйприл ἀμετάκλητος, ὁριστικός:\бесповоротныйое решение ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφαση. -
39 исполнить
исполнитьсов., исполнять несов1. πραγματοποιώ / ἐκτελῶ, ἐκπληρώνω (долг и т. п.):\исполнить приказ ἐκτελώ διαταγή· \исполнить поручение ἐκπληρώνω τήν παραγγελία· \исполнить желание πραγματοποιώ τήν ἐπιθυμία· \исполнить чью-л. просьбу ἰκανοποιῶ τήν παράκληση κάποιου· \исполнить приговор ἐκτελώ ποινή, ἐκτελώ δικαστική ἀπόφαση· \исполнить чьи́-либо обязанности ἐκτελώ τά καθήκοντα κάποιου·2. (сыграть) ἐκτελώ, παίζω:\исполнить роль παίζω τόν ρόλο. -
40 мгновенный
мгновен||ныйприл ἀκαριαίος, στιγμιαίος, ἀστραπιαίος:\мгновенныйное решение ἀστραπιαία ἀπόφαση.
См. также в других словарях:
απόφαση — η 1. η ύστερα από σκέψη γνώμη για κάτι: Δε βγήκε ακόμη η απόφαση του δικαστηρίου. 2. αποτόλμηση, θυσία: Πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Φρ. «Το πήρ απόφαση», πείστηκε πως δε γίνεται αλλιώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόφαση — η (AM ἀπόφασις) [αποφαίνω] 1. οριστική γνώμη, τελική κρίση 2. δικαστική απόφαση, ετυμηγορία νεοελλ. 1. διαταγή, διάταξη 2. φρ. «το πήρε απόφαση» πείστηκε οριστικά αρχ. μσν. απάντηση, απόκριση αρχ. κατάλογος, απογραφή … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek