Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+αντίθεση

  • 21 расходиться

    расходиться
    несов
    1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):
    гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·
    2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·
    3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):
    они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·
    4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:
    \расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·
    5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:
    деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·
    6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·
    7. (о лучах) ἀποκλίνω·
    8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:
    9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του.

    Русско-новогреческий словарь > расходиться

  • 22 антитеза

    [αντνηέζα] ουσ. θ. αντίθεση

    Русско-греческий новый словарь > антитеза

  • 23 контраст

    [κοντράστ] ουσ. α αντίθεση

    Русско-греческий новый словарь > контраст

  • 24 противоположность

    [πρατιβαπαλόζναστ"] ουσ. θ. αντίθεση

    Русско-греческий новый словарь > противоположность

  • 25 противостояние

    [πρατιβασταγιάνιιε] ουσ. ο. αντίθεση

    Русско-греческий новый словарь > противостояние

  • 26 антитеза

    [αντνηέζα] ουσ θ αντίθεση

    Русско-эллинский словарь > антитеза

  • 27 контраст

    [κοντράστ] ουσ α αντίθεση

    Русско-эллинский словарь > контраст

  • 28 противоположность

    [πρατιβαπαλόζναστ"] ουσ θ αντίθεση

    Русско-эллинский словарь > противоположность

  • 29 противостояние

    [πρατιβασταγιάνιιε] ουσ ο αντίθεση

    Русско-эллинский словарь > противостояние

  • 30 антитеза

    θ.
    1. αντίθεση, αντίταξη, αντιπαράθεση.
    2. βλ. антитезис.

    Большой русско-греческий словарь > антитеза

  • 31 антитезис

    α.
    (φιλοσ. κ. φιλγ.) αντίθεση.

    Большой русско-греческий словарь > антитезис

  • 32 белый

    επ., βρ: бел, -а, -о κ. -ο
    1. λευκός, άσπρος•

    -ая бумага άσπρο χαρτί.

    2. επ. κ. ουσ. λευκός, λευκοφρουρός•

    -ая армия ο στρατός των λευκών•

    белый террор η τρομοκρατία των λευκοφρουρών.

    εκφρ.
    белый билет – πιστοποιητικό απαλλαγής από το στρατό•
    - ое вино – το άσπρο κρασί•
    - ая ворона – παρδαλό κουτάβι (που ξεχωρίζει ανάμεσα στ' άλλα)•
    - ая горячка – τρομώδης παραφροσύνη, ντελίριο•
    -ая изба, -ая баня – άσπρη ίζμπα, άσπρο λουτρό (με καπνοδόχο, σε αντίθεση με τη μαύρη)•
    -ые места,-ые пятна – α) ανεξερεύνητες περιοχές, β) ανεξήγητα, σκοτεινά σημεία•
    - ое мясо – το κοτίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας•
    белый свет – ο κόσμος, η γη•
    - ые стихи – ανομοιοκατάληκτοι στίχοι•
    белый хлеб – εκλεκτό σιταρίσιο ψωμί•
    среди ή средь бела дня – μέρα-μεσημέρι (ολοφάνερα)•
    принять -ое за чёрное – παίρνω ή παρουσιάζω το άσπρο για μαύρο•
    белый медведь – άσπρη αρκούδα.

    Большой русско-греческий словарь > белый

  • 33 большой

    επ., συγκρ. β. больший, больше, более
    1. μεγάλος, μέγας, τρανός•

    большой город μεγάλη πόλη•

    -ые события μεγάλα γεγονότα•

    -ое дело μεγάλη υπόθεση.

    2. σημαντικός, αξιόλογος•

    большой ученый μεγάλος επιστήμονας•

    большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•

    ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.

    4. πολυάριθμος•

    -ое количество μεγάλη ποσότητα•

    -ое знакомство πολλές γνωριμίες.

    5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•

    большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•

    -ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.

    6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•

    -ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.

    εκφρ.
    большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•
    большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
    большой свет – η ανώτερη κοινωνία•
    сам большойπαλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > большой

  • 34 вопиющий

    επ.
    που κραυγάζει, φωνάζει• που προκαλεί μεγάλη αγανάχτηση• ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος• κατάφωρος, ολοφάνερος• απαράδεχτος•

    -ие ощибки απαράδεχτα λάθη (που προκαλούν αγανάχτηση)•

    -ая несправедливость κατάφωρη αδικία (που προκαλεί αγανάχτηση)•

    -ая бедность αβάσταχτη φτώχεια•

    -ее противоречие ολοφάνερη αντίθεση•

    -ие безобразия αίσχη που προκαλούν αγανάχτηση (απαράδεχτα).

    Большой русско-греческий словарь > вопиющий

  • 35 восьмеричный

    επ.
    «И» восьмеричое παλ. «η» όγδοο (σέ αντίθεση από το «ι» десятиричного δέκατο κατά την αλφαβητική σειρά). || ο αριθμός 8.

    Большой русско-греческий словарь > восьмеричный

  • 36 единоличник

    α., -ца, -не.
    1. μονονοικοκύρης αγρότης (σε αντίθεση με τον κολχόζνικο).
    2. ατομικιστής, ατομιστής.

    Большой русско-греческий словарь > единоличник

  • 37 колесо

    ουδ.
    1. τροχός, ρόδα•

    колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•

    колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•

    ведущее колесо κινητήριος τροχός•

    зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•

    рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•

    гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•

    гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•

    колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.

    2. επίρ. -ом σαν τροχός•

    кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.

    εκφρ.
    колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•
    грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•
    ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•
    пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•
    на -ах – σε διαρκές ταξίδι•
    пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•
    вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•
    ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•
    ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο).

    Большой русско-греческий словарь > колесо

  • 38 контраст

    α.
    αντίθεση. || χτυπητή διαφορά.

    Большой русско-греческий словарь > контраст

  • 39 контрастировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. με οργν. αποτελώ (κάνω) ζωηρή αντίθεση, αντίκειμαι.

    Большой русско-греческий словарь > контрастировать

  • 40 мимо

    1. επίρ. δίπλα, πλάι, κοντά• μπροστά•

    мимо прошёл знакомый κοντά μου πέρασε ένας γνωστός•

    он прошёл мимо моего дома αυτός πέρασε. προστά από το σπίτι μου•

    я прошёл мимо вас εγώ πέρασα κοντά σας•

    стрелять мимо цели αστοχώ στη βολή, ξεφεύγω λίγο από το στόχο.

    2. παρακάμπτοντας, αποφεύγοντας.
    3. πρόθ. παρά, κατ αντίθεση, χωρίς, άνευ•

    мимо воли παρά τη θέληση.

    εκφρ.
    пройти мимо – α) περνώ απαρατήρητα, β) περνώ χωρίς να θίξω, αντιπαρέρχομαι, αποσιωπώ•
    пропустить мимо ушей – κάνω πως δεν ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > мимо

См. также в других словарях:

  • αντίθεση — η 1. θέση κάποιου πράγματος απέναντι σ άλλο, ώστε να διακρίνεται η μεταξύ τους διαφορά ή να αποκλείουν το ένα τ άλλο: Υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στα δυο αυτά χρώματα. 2. (λογ.), η σχέση δύο εννοιών ή κρίσεων που αποκλείουν η μια την άλλη, π.χ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»