-
21 нерадивость
[νιραντίβαστ'] ουσ θ αμέλειατσιβαστ'][/*] ουσ θ δυσανάγνωστο -
22 халатность
[χαλάτναστ'] ουσ θ αμέλεια -
23 манкирование
-я ουδ.1. παραμέληση.2. απουσία, έλλειψη.3. ασέβεια• περιφρόνηση.4. αμέλεια• ξεχασιά. -
24 небрежность
-и θ.1. ολιγωρία, αμέλεια, αδιαφορία χαλαρότητα. || αφροντισιά, αμερημνησία, ραθυμία. || τσαπατσουλιά, ατασθαλία.2. εγκατάλειψη, παράτημα. -
25 невнимание
-я ουδ.1. απροσεξία•ошибка по -ю ή от -я λάθος από απροσεξία.
2. αδιαφορία, αμέλεια•невнимание к запросам читателей αδιαφορία προς τις απαιτήσεις των αναγνωστών.
3. απάθεια. -
26 нерадение
-я ουδ.παλ. αμέλεια, απροθυμία, ραθυμία, αδιαφορία, ολιγωρία•уволить со службы за нерадение απολύω από την υπηρεσία για ολιγωρία.
-
27 отнести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс-несла.-лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω•брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.
|| μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.
2. παρασύρω•ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•
течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.
|| μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.
|| απομακρύνω, αναμερώ•отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.
3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.
4. αναβάλλω•отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.
|| αποκόπτω, κόβω μονομιάς.1. (συμπερι) φέρομαι•он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•
отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.
|| δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.
2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•
это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.
-
28 отношение
-я ουδ.1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.
|| στάση σχέση•б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•
небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.
|| άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•семейные -я οικογενειακές σχέσεις•
дружеские -я φιλικές σχέσεις•
производственные -я παραγωγικές σχέσεις•
в -и σχετικά, ως προς•
общественные -я κοινωνικές σχέσεις•
в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;
γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).3. αλληλοσύνδεση•отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).
4. έκθεση, αναφορά.5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•в прямом -ии ευθέως ανάλογα•
в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.
εκφρ.по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•в -ии – βλ. παραπάνω•по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,. -
29 упущение
-я ουδ.παράλειψη, παραμέληση, αμέλεια• άφεση•серзное упущение σοβαρή παράλειψη•
выговор за упущение по службе τιμωρία για παραμέληση υπηρεσίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμελείᾳ — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέλεια — never mind fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλεια — η 1. έλλειψη φροντίδας, αδιαφορία, ολιγωρία: Η αμέλεια του ανθρώπου αυτού δεν έχει όρια. 2. (νομ.), ο νόμος μιλά για αδικήματα «από αμέλεια», για να χαραχτηρίσει εκείνα που δε γίνονται από πρόθεση: Ο τραυματισμός έγινε από αμέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
ἀμελείας — ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem acc pl ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείαι — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελειῶν — ἀμέλεια never mind fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείαις — ἀμέλεια never mind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείῃ — ἀμέλεια never mind fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελίης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) ἀμελία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)