-
1 египтянин
-
2 египтянка
ж; м - египтянинη Αιγυπτία -
3 египтянка
[ιεγκιπτγιάνκα] ουσ. θ. Αιγύπτια -
4 египтянка
[ιεγκιπτγιάνκα] ουσ θ Αιγύπτια
См. также в других словарях:
αἰγυπτία — αἰγυπτίᾱ , αἰγυπτία in Egyptian style fem nom/voc/acc dual αἰγυπτίᾱ , αἰγυπτία in Egyptian style fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτία — Αἰγυπτίᾱ , Αἰγύπτιος in Egyptian style fem nom/voc/acc dual Αἰγυπτίᾱ , Αἰγύπτιος in Egyptian style fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτίᾳ — αἰγυπτίᾱͅ , αἰγυπτία in Egyptian style fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτίᾳ — Αἰγυπτίᾱͅ , Αἰγύπτιος in Egyptian style fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτια — Αἰγύπτιος in Egyptian style neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτίας — αἰγυπτίᾱς , αἰγυπτία in Egyptian style fem acc pl αἰγυπτίᾱς , αἰγυπτία in Egyptian style fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτιάσας — Αἰγυπτιά̱σᾱς , Αἰγυπτιάζω to be like an Egyptian fut part act fem acc pl (doric) Αἰγυπτιά̱σᾱς , Αἰγυπτιάζω to be like an Egyptian fut part act fem gen sg (doric) Αἰγυπτιάσᾱς , Αἰγυπτιάζω to be like an Egyptian aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτίαι — αἰγυπτίᾱͅ , αἰγυπτία in Egyptian style fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτίαν — αἰγυπτίᾱν , αἰγυπτία in Egyptian style fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτίας — Αἰγυπτίᾱς , Αἰγύπτιος in Egyptian style fem acc pl Αἰγυπτίᾱς , Αἰγύπτιος in Egyptian style fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτιάσαι — Αἰγυπτιά̱σᾱͅ , Αἰγυπτιάζω to be like an Egyptian fut part act fem dat sg (doric) Αἰγυπτιάζω to be like an Egyptian aor inf act Αἰγυπτιάσαῑ , Αἰγυπτιάζω to be like an Egyptian aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)