-
81 зрительный
зритель||ныйприл1. ὁπτικός, ὁρατικός:\зрительныйный нерв τό ὁπτικό νεῦρο· \зрительныйная память ἡ ὁπτική μνήμη· 2.:\зрительныйный зал ἡ αίθουσα, ἡ πλατεία -
82 классный
классн||ыйприл τής τάξεως [-ης]:\классныйая комната ἡ αίθουσα παραδόσεων, ἡ τάξη· \классныйая доска ὁ πίνακας. -
83 колонный
колонн||ыйприл:\колонныйый зал ἡ αίθουσα μέ κολώνες. -
84 красный
красн||ыйприл в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο. -
85 лектбрий
лект||брийм ἡ αίθουσα διαλέξεων. -
86 лекционный
лекционныйприл τῶν διαλέξεων, \лекционный зал αίθουσα διαλέξεων. -
87 ожидание
ожида́||ниес ἡ ἀναμονή, ἡ προσμονή / ἡ προσδοκία, ἡ ἐλπίς (надежда):сверх всякого \ожиданиения ἀνώτερο πάσης προσδοκίας· обмануть \ожиданиения διαψεύδω τις προσδοκίες· в \ожиданиении περιμένοντας, ἐν ἀναμονή· в \ожиданиении скорого ответа ἐν ἀναμονή ταχείας ἀπαντήσεως· ◊ зал \ожиданиения ἡ αίθουσα ἀναμονής. -
88 операционная
операцио́нн||аяж τό χειρουργεῖο[ν], ἡ αίθουσα ἐγχειρήσεων. -
89 ОТК
ОТКαποποίηση [-ις], ἡ ἄρνηση [-ις]· ◊ машина работает без \ОТКа ἡ μηχανή λειτουργεί ἀσταμάτητα, ἡ μηχανή λειτουργεί κανονικά· до \ОТКа ἐντελώς, ὀλότελα, φίσκα· зал иаби́т до \ОТКа ἡ αίθουσα εἶναι γεμάτη φίσκα. -
90 очищать
очищатьнесов1. (ἐκ)καθαρίζω, πασ-τρεύω / ξελασπώνω (от грязи)/ διυλίζω, λαμπικάρω (от примесей):\очищать во́ду καθαρίζω τό νερό·2. (овощи, фрукты) καθαρίζω, ξεφλουδίζω·3. (обкрадывать) разг κατακλέβω, ληστεύω·4. (освобождать) ἀδειάζω, ἐκκενῶ, ἐκκενώνω/ ἐλευθερώνω, ἐλευθερώ (от противника):\очищать-помещение ἐκκενώνω τήν αίθουσα· ◊ \очищать желу́док мед. καθαρίζω τό στομάχι μου. -
91 палата
палат||аж1. (больничная) ἡ αίθουσα, τό δωμάτιο·2. полит ἡ Βουλή:\палата депутатов ἡ Βουλή τῶν ἀντιπροσώπων3. (учреждение) τό ἐπιμελητήριο[ν]:торгован \палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο· \палата мер и весов ἡ ὑπηρεσία μέτρων καί σταθμών4. \палатаы мн. (дворец, хоромы) уст. τα ἀνάκτορα, τό παλατι· ◊ у него ума \палата разг εἶναι σπίρτο μονάχο, εἶναι τετραπέρατος. -
92 приемная
приемнаяж ἡ αίθουσα ὑποδοχής / τό σαλόνι ὑποδοχής, τό σαλόνι (гостиная). -
93 приемный
приемн||ыйприл1. τής ὑποδοχής, τής ἀκροάσεως:\приемныйые часы ὠρες ἀκροάσεως· 2.:\приемныйые испытания είσιτήριοι ἐξετάσεις· \приемныйая комиссия ἡ ἐπιτροπή είσαγωγικών ἐξετάσεων3. (об отце, сыне и т. п.) θετός:\приемный отец ὁ ψυχοπατέρας, ὁ θετός πατήρ· \приемныйая дочь ἡ ψυχοκόρη, ἡ θετή κόρη, ἡ παρακόρη· \приемный сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός· ◊ \приемный покой ἡ αίθουσα παραλαβής ἀσθενών \приемный пункт τμήμα (или περίπτερο) παραλαβής. -
94 салон
салонм τό σαλόνι, ἡ αίθουσα:художественный \салон ἡ ἐκθεση ζωγραφικής. -
95 танцевальный
танцевальныйприл χορευτικός, τοῦ χο-ροῦ:\танцевальный вечер ἡ χοροεσπερίδα [-ις]· \танцевальный зал ἡ αίθουσα χοροῦ. -
96 тронный
трон||ныйприл τοῦ θρόνου:\тронныйная речь ὁ λόγος τοῦ θρόνου, ὁ βασιλικός λόγος· \тронныйный зал ἡ αίθουσα τοῦ θρόνου. -
97 учительская
учитель||скаяж ἡ αίθουσα τών (δι)δασκάλων. -
98 αδιαχώρητο(ν)
το невозможность вместиться;στην αίθουσα είχε καταργηθεί το αδιαχώρητο(ν) — зал наполнен до отказа
-
99 αδιαχώρητο(ν)
το невозможность вместиться;στην αίθουσα είχε καταργηθεί το αδιαχώρητο(ν) — зал наполнен до отказа
-
100 ακρόαση
[-ις (-εως)] η1) аудиенция;ζητώ ακρόαση από τον υπουργό — просить аудиенции у министра;
ημέρα ακρόάσεων — приёмный день;
αίθουσα ακρόάσεων — приёмная;
2) мед. аускультация, выслушивание;3) прослушивание (музыкального произведения);§ ούτε φωνή ούτε ακρόαση — ни ответа ни привета
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)