-
21 пустыня
пустын||яж ἡ ἔρημος, ἡ ἐρημιά· ◊ глас вопиющего в \пустыняе φωνή βοώντος ἐν τή ἐρήμω. -
22 нежилой
[νιζυλόϊ] εκ. ακατοίκητος, έρημος -
23 необитаемый
[νιαμπιτάιμυϊ] εκ. ακατοίκητος, έρημος -
24 опустелый
[απουσηέλυϊ] εκ. έρημος, άδειος -
25 опустеть
[απουσττέτ*] ρ. γίνομαι έρημος, αδειάζω -
26 опустошенный
[απουστασιόννυΐ] εκ. έρημος -
27 пустынный
[πουστύννυϊ] επ. έρημος -
28 пустыня
[πουστύνγια] ουσ. θ. έρημος -
29 нежилой
[νιζυλόϊ] επ ακατοίκητος, έρημος -
30 необитаемый
[νιαμπιτάιμυϊ] επ ακατοίκητος, έρημος -
31 опустелый
[απουσηέλυϊ] επ έρημος, άδειος -
32 опустеть
[απουσττέτ'] ρ γίνομαι έρημος, αδειάζω -
33 опустошенный
[απουστασιόννυϊ] επ έρημος -
34 пустынный
[πουστύννυϊ] επ έρημος -
35 пустыня
[πουστύνγια] ουσ θ έρημος -
36 безродный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. που δεν έχει συγγενείς, έρημος, πανέρημος•безродный сирота πεντάρφανος, παντέρημος.
|| μτφ. εκείνος που ξέκοψε με το λαό του, με την πατρίδα του, άπατρις, μη φιλόπατρις.2. από κατώτερο γένος, μη σοϊλής. -
37 выморочный
επ.έρημος, χωρίς κληρονόμους•выморочный дом έρημο σπίτι.
-
38 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής. -
39 заглохший
επ. από μτχ.παραμελημένος, έρημος, παρατημένος, σκεπασμένος από χόρτα. -
40 запустелый
επ. παλ. εγκαταλειμμένος, παραμελημένος, παρατημένος, έρημος•запустелый сад παρατημένος δεντρόκηπος.
См. также в других словарях:
έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρῆμος — desolate masc nom sg ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ἔρημος — ἔρη̱μος , ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκή έρημος — Έρημος (2.000.000 τ. χλμ.) της Αφρικής. Αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της Σαχάρας και εκτείνεται Δ του ποταμού Νείλου. Η Λ.έ. καλύπτει τον χώρο της ανατολικής Λιβύης, της δυτικής Αιγύπτου και τμήματος του βόρειου Σουδάν. Το βόρειο τμήμα της Λ … Dictionary of Greek
Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… … Dictionary of Greek
Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… … Dictionary of Greek
Γκίμπσον, έρημος — Ερημική περιοχή στη δυτική Αυστραλία, που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Βλ. λ. Αυστραλία (Γεωμορφολογία) … Dictionary of Greek
Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ … Dictionary of Greek
ἐρῆμον — ἐρῆμος desolate masc acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg ἐρῆμος desolate masc/fem acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῆμα — ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)