-
1 ευδω
(impf. ηὗδον и εὗδον, 3 л. sing. эп. impf. iter. εὕδεσκε, эп. inf. εὑδέμεναι)1) спать, покоиться(εἶδε ὄψιν εὕδων Her.; τέν ὅλην νύκτα Plat.)
εὖδον παννύχιοι Hom. — они спали всю ночь;εὕδων ὕπνῳ Soph. — погруженный в сон;2) перен. дремать, успокаиваться, утихатьὄφρ΄ εὕδῃσι μένος ἀνέμων Hom. — пока дремлют буйные ветры;οὔπω κακὸν τόδ΄ εὕδει Eur. — еще не утихло это горе;ἐᾶν τινα εὕ. Plat. — оставить кого-л. в покое3) ( о мертвых) спать непробудным сном(εὕδων νέκυς Soph.)
См. также в других словарях:
ηὗδον — εὕδω sleep imperf ind act 3rd pl εὕδω sleep imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek