Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ηνία

  • 1 бразды

    πλθ.
    παλ. χαλινά, ηνία• στομίδα χαλινού.
    εκφρ.
    бразды управления – το τιμόνι της διοίκησης, της εξουσίας, τα ηνία.

    Большой русско-греческий словарь > бразды

  • 2 бразды

    бразды
    мн. уст.:
    \бразды правления τά ήνία τοῦ κράτους.

    Русско-новогреческий словарь > бразды

  • 3 вожжи

    вожжи
    мн. (ед. вожжа ж) τά γκέμια, τά ἡνία, τά χαλινάρια:
    отпустить \вожжи перен λασκάρω τά λουριά, δίνω περισσότερη ἐλευθερία.

    Русско-новогреческий словарь > вожжи

  • 4 высота

    высот||а
    ж
    1. τό ὕψος, τό ψήλος:
    \высота иад уровнем мо́ря τό ὑψόμετρο, ὁ ὑψο-δείκτης· \высота полета ἀβ. τό ὑψος· πτήσης· набирать \высотау́ ἀβ. ἀνεβαίνω ψηλά· \высота тона τό ὕψος τῆς φωνής· в \высотае́ στά ὕψη· с \высотаы ἀπό τό ὕψος, ἐξ ὕψους·
    2. (возвышенность) τό ὑψωμα:
    горные высоты τά ὁρεινά ὕψη, τά κορφοβούνια· ◊ командные высоты τά ήνία τής ἐξουσίας· быть на \высотае положения εἶμαι (или στέκομαι) στό ὕψος τών περιστάσεων.

    Русско-новогреческий словарь > высота

  • 5 кормило

    корми́л||о
    с книжн. τό πηδάλιο[ν], τό τιμόνι, ὁ ὁϊαξ, τό δοιάκι:
    быть у \кормилоа правления перен ἔχω τά ήνία τής ἐξουσίας.

    Русско-новогреческий словарь > кормило

  • 6 правление

    правлени||е
    с
    1. ἡ (δια)κυβέρνηση [-ις]. ἡ διοίκηση [-ις]:
    образ \правлениея τό πολίτευμα·
    2. (учреждение) ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ διοί-κηση [-ις], τό διοικητικό συμβούλιο:
    член \правлениея банка (кооператива и т. п.) τό μέλος διοικητικού συμβουλίου τραπέζης (συνεταιρισμού κ.λ.π.)· ◊ бразды \правлениея τά ἡνία τοῦ κράτους.

    Русско-новогреческий словарь > правление

  • 7 верховодка

    θ.
    διακυβέρνηση, καθοδήγηση, κουμάντο, τα ηνία.

    Большой русско-греческий словарь > верховодка

  • 8 вожжи

    -ей (ενκ. –а, -и θ.) χαλινά, -ρια, γκέμια.
    εκφρ.
    отпустить вожжи – αφήνω τα χαλινά (χαλαρώνω τον έλεγχο)•
    - а под хвост попала – δεν ξέρει τι του φταίει (για ιδιότροπο, καπριτσόζο)•
    прибрать вожжи к рукам ή держать в руках – παίρνω, κρατώ τα χαλινά (ηνία) στα χέρια (διευθύνω, διοικώ εγώ).

    Большой русско-греческий словарь > вожжи

  • 9 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 10 Bridle

    subs.
    P. and V. χαλινός, ὁ, στόμιον, τό (Xen.), ἡνία, ἡ (Plat.).
    ——————
    v. trans.
    P. χαλινοῦν (Xen.), V. ὀχμάζειν, met., Ar. and P. ἐπιστομίζειν; see also Check.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bridle

  • 11 Rein

    subs.
    P. and V. ἡνία, ἡ, V.υτήρ, ὁ, ἱππόδεσμα, τά (Eur., Hipp. 1225).
    Bridle: P. and V. χαλινός, ὁ.
    Give rein to: met., P. and V. χαρίζεσθαι (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rein

  • 12 gem

    χαλινάρι, γκέμι, ηνία, καπίστρι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gem

  • 13 bride

    1) χαλινάρι
    2) κορδόνι
    3) ηνία

    Dictionnaire Français-Grec > bride

См. также в других словарях:

  • ἡνία — 1 reins neut nom/voc/acc pl ἡνίᾱ , ἡνία 2 bridle fem nom/voc/acc dual ἡνίᾱ , ἡνία 2 bridle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡνίον reins neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνία — ἠνίᾱ , ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… …   Dictionary of Greek

  • ἡνίᾳ — ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνία — τα 1. λουριά με τα οποία κατευθύνεται το άλογο που είναι ζεμένο στο κάρο, χαλινάρια. 2. διοίκηση, κυβέρνηση: Κρατεί καλά τα ηνία του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠνιάθην — ἠνιά̱θην , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠνιά̱θην , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θην , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἠνῑά̱θην , ἀνιάομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνί' — ἡνία , ἡνία 1 reins neut nom/voc/acc pl ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) ἡνία , ἡνίον reins neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνίας — ἡνίᾱς , ἡνία 2 bridle fem acc pl ἡνίᾱς , ἡνία 2 bridle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνιάθη — ἠνιά̱θη , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θη , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θη , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θη , ἀνιάω grieve aor ind pass 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνιάθημεν — ἠνιά̱θημεν , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st pl (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θημεν , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st pl (doric aeolic) ἠνιά̱θημεν , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st pl (doric aeolic) ἠνιά̱θημεν , ἀνιάω grieve aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνιάθης — ἠνιά̱θης , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θης , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θης , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θης , ἀνιάω grieve aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»