-
1 Greece
Ἑλλάς, άδος, ἡ.A Greek: Ἕλλην, -ηνος, ὁ.Greek woman: Ἑλληνίς, -ίδος, ἡ.Greek, adj.: Ἑλληνικός, in V. also Ἕλλην, -ηνος. fem. adj., V. Ἑλληνίς, -ίδος (rare P.), Ἑλλάς, -άδος.In Greek fashion, adr.; Ἑλληνικῶς.Speak Greek, v.: Ἑλληνίζειν.In Greek, in the Greek language, adv.: Ἑλληνιστί.The whole Greek world: Ar. and V. οἱ Πανέλληνες.The Greeks: Ἕλληνες, οἱ, also in V. use Ἀχαιοί, οἱ. Δαναοί, οἱ, Πελασγοί, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Greece
-
2 Cephallenia
Κεφαλληνία, ἡ.A Cephallenian: Κεφαλλήν, -ῆνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cephallenia
-
3 Hellen
Ἕλλην, -ηνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hellen
-
4 Siren
Σειρήν, -ῆνος, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Siren
-
5 Troezen
Τροιζήν, -ῆνος, ἡ.Of Troezen, adj.: Τροιζήνιος. fem. adj., Τροιζηνίς, -ίδος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Troezen
См. также в других словарях:
πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] … Dictionary of Greek
πρωτοσφήν — ῆνος, ό, Α η πρώτη σφήνα, δηλαδή το αρχικό αιχμηρό κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που ωθείται με χτύπημα ανάμεσα σε δύο σώματα ή στα μέρη ενός σώματος και τά διαχωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφήν, ηνός «σφήνα»] … Dictionary of Greek
φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] … Dictionary of Greek
φυκήν — ῆνος, ὁ, Α φύκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φύκης με επίθημα ην, ῆνος (πρβλ. λειχ ήν)] … Dictionary of Greek
Τιτήν — ῆνος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. Τιτάν … Dictionary of Greek
Ωγήν — ῆνος, ὁ, Α βλ. ωκεανός … Dictionary of Greek
πειρήν — ῆνος, ὁ, Α είδος ψαριού … Dictionary of Greek
πετήν — ῆνος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ο πετεινός … Dictionary of Greek
πολύρρην — ηνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αμάρτυρος τ. *ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)] … Dictionary of Greek
πρητήν — ῆνος, ὁ, Α ενιαύσιος αμνός, χρονιάτικο αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρατήνιον*] … Dictionary of Greek
σειρήν — ῆνος, ἡ, Α βλ. σειρήνα … Dictionary of Greek