-
1 ημερησιος
2 и 31) дневной(φάος Aesch.)
2) однодневный(ὁδός Her.; πορεία Polyb.; ζωή Plut.)
λόγοι ἡμερήσιοι Isocr. — речи, продолжающиеся целый день (т.е. длинные речи)3) ежедневныйφʹ (= πεντακοσίους) γράφειν στίχους ἡμερησίους Diog.L. — писать ежедневно пятьсот строк
-
2 ημερήσιος
ία, ο[ν]1) ежедневный;ημερήσία έξοδα — ежедневные расходы;
η ημερήσία των Αθηνών «Το Βήμα» — афинская ежедневная газета «Вима»;
2) будничный, обыденный;3) дневной, происходящий днём;ημερήσία εργασία — дневная работа;
4) дневной, однодневный, суточный;ημερήσία μερίδα — суточный рацион;
ημερήσία πορεία — суточный, дневной переход, марш;
ημερήσία κίνηση της γης — суточное вращение Земли;
ημερήσία αποζημίωση — суточные (о деньгах);
§ ημερήσία διάταξη — повестка дня;
ημερήσία διαταγή — воен, приказ по части
-
3 ημερήσιος
[имэрисьёс] επ. ежедневный, дневной,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ημερήσιος
-
4 ημερήσιος
[имэрисьёс] επ ежедневный, дневной. -
5 αμερησιος
См. также в других словарях:
ἡμερήσιος — of the day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… … Dictionary of Greek
ημερήσιος — α, ο 1. καθημερινός: Ημερήσιος τύπος. 2. αυτός που διαρκεί μία ημέρα: Ημερήσια εκδρομή. 3. ημερήσια διάταξη (το σύνολο των θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν σε μια συνεδρίαση): Η Βουλή συζήτησε όλα τα θέματα που είχαν εγγραφεί στην ημερήσια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ημερήσιος Κήρυξ — Ονομασία καθημερινών εφημερίδων. 1. Εκδόθηκε το 1933 από τον I. Πασσά και συνέχισε την έκδοσή της έως το 1936. Το 1928, εξάλλου, ο Ι. Πασσάς ίδρυσε την καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1932. 2.… … Dictionary of Greek
ἡμερησίων — ἡμερήσιος of the day fem gen pl ἡμερήσιος of the day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερήσιον — ἡμερήσιος of the day masc acc sg ἡμερήσιος of the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίαις — ἡμερήσιος of the day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίη — ἡμερήσιος of the day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίην — ἡμερήσιος of the day fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίοις — ἡμερήσιος of the day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίου — ἡμερήσιος of the day masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)