-
1 ηλεκτρική σκούπα
правоcмукалкаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ηλεκτρική σκούπα
-
2 τάση (ηλεκτρική)
напонГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τάση (ηλεκτρική)
-
3 ισχύς
(ηλεκτρική) моќноcт(πχ. εγγράφου) важноcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ισχύς
-
4 пережечь
-жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. пережг-жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережженный, βρ: -жжн, -жжена, -жжено,ρ.σ.μ.1. παρακαίω υπερθερμαίνω•пережечь кофе παραψήνω τον καφέ.
|| καταστρέφω, αχρηστεύω•электрическую лампу καίω την ηλεκτρική λάμπα•
пережечь предохранитель καίω την (ηλεκτρική) ασφάλεια.
2. καίω (όλα, πολλά)•пережечь все дрова καίω όλα τα καυσόξυλα.
3. (για καύσιμα, ηλεκτρική ενέργεια) παρακαίω, καίω περισσότερο του κανονικού.4. κόβω με τή φωτιά•вервку καίω την τριχιά για να την κόψω.
5. μετατρέπω με τη φωτιά•пережечь дрова в угол κάνω τα καυσόξυλα κάρβουνα.
-
5 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат
-
6 диполь
1. (система двух зарядов) το δίπολο, το μόριο με ηλεκτρική κίνηση 2. (тип антенны) η διπολική κεραία 3. (магнитный) το μαγνητικό δίπολο, η μαγνητική διπολική ροπή 4. (электрический) η ηλεκτρική διπολική ροπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диполь
-
7 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
8 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
9 торпеда
η τορπίλληавиационная - αεροπορική -, η αεροτορπίλληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торпеда
-
10 электрокоагуляция
η ηλεκτρική πήξηη ηλεκτρική σύμπηξηη ηλεκτροπηξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электрокоагуляция
-
11 электролиния
η ηλεκτρική γραμμή, η ηλεκτρική καλωδίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электролиния
-
12 бритва
-
13 плита
плита ж 1) η πλάκα 2)( кухонная) η κουζίνα* электрическая \плита η ηλεκτρική κουζίνα* * *ж1) η πλάκα2) ( кухонная) η κουζίναэлектри́ческая плита́ — η ηλεκτρική κουζίνα
-
14 плитка
плитка ж 1) το πλακάκι* облицованный \плиткаой πλακόστρωτος 2) (прибор) η ηλεκτρική κουζίνα ( φορητή)* * *ж1) το πλακάκιоблицо́ванный пли́ткой — πλακόστρωτος
2) ( прибор) η ηλεκτρική κουζίνα (φορητή) -
15 пылесос
-
16 штепсель
-
17 электроэнергия
-
18 батарейка
батарейкаж уменьш. (электрическая) разг ἡ ἡλεκτρική μπαταρία, ἡ ἡλεκτρική συστοιχία. -
19 батарея
батареяж1. воен. ἡ πυροβολαρχία, τό πυροβολεῖο[ν]:зенитная \батарея ἡ ἀντιαεροπορική πυροβολαρχία;2. тех., эл. ἡ μπαταρία, ἡ συστοιχία:электрическая \батарея ἡ ἡλεκτρική συστοιχία, ἡ ἡλεκτρική μπαταρία; аккумуляционная \батарея ὁ ἡλεκτρικός συμπυκνωτής, ὁ ἡλεκτρικός συσσωρευτής;3. (отопления) τό σώμα:\батарея парового отопления τό σώμα τοῦ καλοριφέρ, ὁ σωλήνας κεντρικής θέρμανσης. -
20 ηλεκτρικός
η, ό[ν] 1. электрический;ηλεκτρικό ρεύμα — электрический ток;
ηλεκτρική τάση — напряжение тока, электронапряжёние;
ηλεκτρικό στοιχείο — или ηλεκτρικ συσσωρευτής — электрическая батарея;
ηλεκτρικός σταθμός — или ηλεκτρικό εργοστάσιο — электростанция;
ηλεκτρική (μ)πρίζα — штепсель, розетка;
2. (ο) метро (в Афинах)
См. также в других словарях:
ηλεκτρική στήλη — Σύστημα που μετατρέπει τη χημική, θερμική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Την πρώτη στήλη εφηύρε ο Αλεσάντρο Βόλτα (1800) ύστερα από έρευνες πάνω σε μέταλλα, προς τις οποίες παρακινήθηκε από τις παρατηρήσεις του Γκαλβάνι (1780). Ο Βόλτα … Dictionary of Greek
ηλεκτρική μετατόπιση — Αν ένα ηλεκτρικό πεδίο έχει στο κενό ένταση και ένα διηλεκτρικό τοποθετηθεί μέσα στο πεδίο, τότε μέσα στο υλικό έχουμε δύο ειδών φορτία. Από τη μία υπάρχει η πυκνότητα φορτίων στο εσωτερικό και στην επιφάνεια εξαιτίας της πόλωσης που καλούνται… … Dictionary of Greek
εκκένωση, ηλεκτρική — Βλ. λ. εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική … Dictionary of Greek
εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική — Φαινόμενο στο οποίο παρουσιάζεται μείωση του ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού. Η η.ε. μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης συσκευής. Είναι δυνατόν να είναι το κύριο φαινόμενο ή ο βασικός σκοπός της συσκευής,… … Dictionary of Greek
ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek
ποτενσιόμετρο — Ηλεκτρική διάταξη που προορίζεται για μετρήσεις ακριβείας της διαφοράς δυναμικού που επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) μιας πηγής. Η αρχή λειτουργίας του π. βασίζεται στην έμμεση μέτρηση… … Dictionary of Greek
εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού … Dictionary of Greek
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι … Dictionary of Greek