-
41 дебютант
-а α., -ка, -и θ. ηθοποιός πρωτόπειρος, αρχάριος. -
42 изобразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изображенный, βρ: жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. απεικονίζω, φανερώνω,, παρασταίνω, δείχνω•картина -ла закат солнца ο πίνακας απεικόνισε το ηλιοβασίλεμα.
2. υποδύομαι•артист -ил хорошо тартюфа ο ηθοποιός παράστησε καλά τον Ταρτούφο.
(για αισθήματα) εκδηλώνομαι, φανερώνομαι εκφράζομαι. -
43 инженю
ακλ. θ. παλ. ο ρόλος απλοϊκής και αθώας νέας, ινζενιού. || ηθοποιός τέτοιου ρόλου. -
44 киноактёр
-а α.-триса, -ы θ.ηθοποιός του κινηματογράφου ή της οθόνης. -
45 комедиант
-а α.-ка, -и θ. παλ.1. ηθοποιός.2. υποκριτής. -
46 комик
-а α.1. ηθοποιός κωμικός. || μτφ. αστείος, κωμικός.2. παλ. κωμωδιογράφος. -
47 лицедей
-я α. -йка, -и θ. παλ.1. ηθοποιός.2. υποκριτής. -
48 лицедействовать
-ствую, -ствуешь ρ.δ. παλ.1. παίζω στη σκηνή είμαι ηθοποιός.2. υποκρίνομαι υποδύομαι. -
49 любовник
-а α.-ница, -к θ. αγαπητικός, -ιά, ερωμένος, -η, εραστής. || πλθ. -и οι ερωτευμένοι.εκφρ.первый любовник – παλ. ο ρόλος νεαρού ερωτευμένου θεατρικού έργου καθώς και ο ηθοποιός αυτού του ρόλου. -
50 мим
-а α.1. μίμος (κωμική σκηνή από την καθημερινή ζωή).2. ηθοποιός τέτοιου έργου. -
51 мимист
-а α.-ка, -и θ.μιμητής, -τρία, (ηθοποιός). -
52 петрушечник
-а α. παλ.φασουλής ηθοποιός κουκλοθέατρου. || λαϊκό κουκλοθέατρο. -
53 притворщик
-а α.-ца, -ы θ.υποκριτής, -ίτρια, ηθοποιός. -
54 простак
-а ос.1. άνθρωπος απλός, απλοϊκός. || αφελής, φτωχός το πνεύμα, αγαθός.2. απλοϊκός ρόλος• ηθοποιός απλού ρόλου. -
55 резонёр
-а α.συλλογιστής, διδάχος, δάσκαλος• κατηχητής. || παλ. πρόσωπα λογοτεχνικού έργου ή ηθοποιός τέτοιου χαρακτήρα. -
56 сцена
-ы θ.1. (θεατρ.) σκηνή•сцена отделена от зрительного зала занавесом η σκηνή χωρίζεται από την αίθουσα με αυλαία•
поставить на -у ανεβάζω στη σκηνή•
финальная сцена первого акта η τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης•
действие первое, сцена вторая πράξη πρώτη, σκηνή δεύτερη.
2. επεισόδιο• συμβάν•сделать кому -у δημιουργώ σκηνές σε κάποιον•
-ревности σκηνή ζηλοτυπίας•
семеиная сцена οικογενειακή σκηνή.
εκφρ.явиться на -е – εμφανίζομαι στη σκηνή (μπροστά στο κοινό)•сойти со -ы – φεύγω (εγκαταλείπω) τη σκηνή (αποσύρομαι από κάτι)•играть на -е – παίζω στη σκηνή (είμαι ηθοποιός). -
57 трагедийный
επ., βρ: -диен, -диина, -дийноτραγικός•-ая актриса τραγική ηθοποιός•
трагедийный стиль τραγικά στυλ (ύφος)•
трагедийный тон в музыке τραγικός τόνος στη μουσική.
-
58 трагик
-а α.ο τραγικός (ηθοποιός ή συγγραφέας)•древнегреческие -и οι αρχαίοι Ελληνες τραγικοί.
-
59 трагический
επ.τραγικός•трагический актр τραγικός ηθοποιός•
-ая участь (судьба) τραγική τύχη•
-ое зрлще τραγικό θέαμα•
-ое положение τραγική κατάσταση•
трагический вопль τραγική κραυγή•
-ая гибель τραγικός θάνατος.
-
60 трансформатор
-а α.1. μετασχηματιστής, μετατροπέας (ηλεκτρ. ρεύματος)•понижающий трансформатор μετασχηματιστής υποβιβασμού τάσης•
повышающий трансформатор μετασχηματιστής αύξησης τάσης.
2. ηθοποιός γρήγορης μεταμόρφωσης σε άλλους ρόλους.3. ταχυδακτυλουργός.4. μεταμορφωτής.
См. также в других словарях:
ἠθοποιός — forming character masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
ηθοποιός — ο, η 1. καλλιτέχνης που υποδύεται διάφορα πρόσωπα στο θέατρο και στον κινηματογράφο: Σωματείο ηθοποιών. 2. ανειλικρινής άνθρωπος, υποκριτής: Τέτοιος ηθοποιός που είσαι, πώς να πιστέψω ότι πραγματικά μετάνιωσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Γαληνέα, Νόνικα — Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Από τις λαμπερές και μαζί πιο σεμνές παρουσίες κυρίως του θεάτρου και δευτερευόντως της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, για πολλά χρόνια υπήρξε ζευγάρι στη ζωή και τη σκηνή με τον Αλέκο Αλεξανδράκη … Dictionary of Greek
Σίσυφος, Αθανάσιος — Ηθοποιός, ο οποίος άκμασε στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου (1824 1891). Είχε έμφυτη κλίση για το θέατρο, ανέβηκε δε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1850. Το πρώτο πρόσωπο που υποδύθηκε ήταν του Κουτεντιάδη στον Αγαθόπουλο του Μολιέρου, που… … Dictionary of Greek
ἠθοποιόν — ἠθοποιός forming character masc/fem acc sg ἠθοποιός forming character neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεν-πρεμιέ — ηθοποιός κατάλληλος να παίζει ρόλους γοητευτικού νέου άνδρα, συνήθως εραστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jeune premier] … Dictionary of Greek
Παπαθανασίου, Ασπασία — Ηθοποιός. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή στις αρχές της Κατοχής με τους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη και Κατερίνας. Παράλληλα πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση στις γραμμές του EAM και διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Στεφάνου, Βασιλεία — Ηθοποιός (1875 1943). Πρωτοεμφανίστηκε το 1897 και διακρίθηκε ως τραγωδός. Όταν ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο, (τότε Βασιλικό), προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια. Οι αξιολογότερες ερμηνείες της ήταν στην τραγωδία Μερόπη του Δ. Βερναρδάκη και στο Όνειρο… … Dictionary of Greek
ἠθοποιούς — ἠθοποιός forming character masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)