-
41 Οιακιζω
ион. οἰηκίζω управлять(τὰς ἀσπίδας τελαμῶσι σκυτίνοισι Her.; τινὰ ἡδονῇ καὴ λύπῃ Arst.; ἵππους Polyb.)
-
42 παναληθης
21) вполне правдивый, говорящий совершенную правду(κακόμαντις Aesch.)
2) истинный, подлинный, действительный(ἡδονή Plat.)
-
43 παρθενειος
-
44 περιαπτος
2[adj. verb. к περιάπτω См. περιαπτω] досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. ἡδονή Arst.) -
45 πολυελικτος
-
46 προσαρταω
прилаживать, присоединять, прикреплять(μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arst.)
προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen. — связанное с красотой благо;τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένος Plut. — (Тимолеонт, еще) сохраняющий связь с Сицилией;ἡδονῇ προσηρτημένος Luc. — преданный наслаждению;ὅσοις νοῦ καὴ σμικρὸν προσήρτηται Plat. — (все), у которых есть хоть немного разума -
47 ψυχη
дор. ψῡχά (ᾱ) ἥ [ср. ψῦχος]1) дыхание, преимущ. дух, душа, сознаниеψυχῆς τε καὴ αἰῶνος εὖνις Hom. — бездыханный и безжизненный;
μητρὸς ψ. κατατεθνηυίης Hom. — душа умершей матери;τὸν ἔλιπε ψ. Hom. — душа (жизнь) покинула его, но тж. он лишился сознания;τὰ πάθη τῆς ψυχῆς Arst. — душевные состояния;ὅλῃ τῇ ψυχῇ и ἐκ τῆς ψυχῆς Xen. и ἀπὸ τῆς ψυχῆς Luc. — из (от) глубины души;εἷς ἀνέρ καὴ μία ψ. Polyb. — один единственный человек;ἀπ΄ ὀρθῆς καὴ δικαίας καὴ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς Dem. — по чистой совести;τῷ ἥ ψ. σῖτον οὐ προσίετο Xen. — душа его не принимала пищи, т.е. ему не хотелось есть;ψ. ἀναπαύεται Xen. — наступает насыщение2) жизнь(περὴ φυχῆς μάχεσθαι Hom.)
περὴ ψυχῆς διά τινα κινδυνεύειν Thuc. — рисковать жизнью за кого-л.;ψυχέν παραιτέεσθαι Her. — просить о пощаде;τέν ψυχέν τοῦ παιδός ζημιοῦσθαι Her. — поплатиться жизнью (своего) сына;τῆς ψυχῆς πρίασθαι ὥστε … Xen. — заплатить жизнью за то, чтобы …;ποινέν τῆς ψυχῆς τινος ἀνελέσθαι Her. — взять выкуп за чьё-л. убийство;πᾶσιν ἀνθρώποις ἄρ΄ ἦν ψ. τέκνα Eur. — ведь всем людям дети (дороги как) жизнь3) душевные свойства, характер, нрав(ἵππου Xen., Plat.)
ψυχέν οὐκ ἄκρος Her. — малодушный4) настроение, чувстваτίν΄ οἴεσθ΄ αὐτέν ψυχέν ἕξειν, ὅταν …;
Dem. — что она, полагаете вы, почувствует, когда …?5) описательно в знач. существо, личность, человек ( часто в переводе опускается)πᾶσα ψ. NT. — всякий (человек);
ἥ ἐμέ ψ. Soph. — я (лично);ψυχῆς Ὀρέστου λοιπόν Soph. — то, что осталось от Ореста;ψυχέν διδόναι ἡδονῇ Aesch. — предаться наслаждению;θηρίων τὰς ψυχὰς ἡμεροῦν Isocr. — приручать животных;ψυχαὴ πολλαί Arph. — много людей, многие;ὦ ἀγαθέ καὴ πιστέ ψ.! Xen. — о, мой милый!6) бабочка, мотылек Arst., Plut. -
48 2237
{сущ., 5}наслаждение, удовольствие.Ссылки: Лк. 8:14; Тит. 3:3; Иак. 4:1, 3; 2Пет. 2:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2237
См. также в других словарях:
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
ηδονή — η 1. συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση επιθυμιών και ορμών: Παραλύω από ηδονή. – Ρίγη ηδονής. – Επιρρεπής στις ηδονές. 2. ευχαρίστηση πνευματική, εσωτερική ικανοποίηση: Αισθάνομαι ηδονή όταν ακούω μουσική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡδονῇ — ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονή — ἡδονά enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονῆι — ἡδονῇ , ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονῇ , ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… … Dictionary of Greek
ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… … Dictionary of Greek
κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… … Dictionary of Greek
ηδονοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας, ψηφο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek