-
1 παρηγοριά
[паригорьа] ουσ. Θ. утешение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρηγοριά
-
2 утешение
-я ουδ.1. παρηγοριά•слова -я παρηγορητικά λόγια (παρηγοριές)•
утешение в скорбях παρηγοριά στα πένθη (στις λύπες).
2. χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση•дети утешение единственое моё утешение τα παιδιά μου είναι η μόνη μου παρηγοριά.
-
3 утешение
-
4 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
5 отрада
отрад||аж ἡ εὐχαρίστηση [-ις], ἡ χαρά / ἡ παρηγοριά (утешение). -
6 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι. -
7 утеха
утехаж1. (удовольствие) ἡ εὐχαρί-στηση [-ις], ἡ διασκέδαση [-ις]·2. (утешение) ἡ παρηγοριά. -
8 утешение
утеш||ениес Γ. ἡ παρηγοριά:слова \утешениеения λόγια παρηγοριᾶς·2. (радость) ἡ χαρά. -
9 утеха
[ουτιέχα] ουσ. θ. διασκέδαση, παρηγοριά -
10 утешение
[ουτισένιιε] ουσ. ο. παρηγοριά -
11 утеха
[ουτιέχα] ουσ θ διασκέδαση, παρηγοριά -
12 утешение
[ουτισένιιε] ουσ ο παρηγοριά -
13 бальзам
-а α.βάλσαμο, μπάλσαμο. || μτφ. ανακούφιση, παρηγοριά.εκφρ.пролить бальзам на что – παλ. καθησυχάζω, παρηγορώ. -
14 найти
найти 1найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. βρίσκω•найти клад βρίσκω θησαυρό•
верное решение βρίσκω σωστή λύση•
найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•
найти убежище βρίσκω καταφύγιο•
его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•
найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•
найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.
|| ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.
2. θεωρώ, κρίνω•я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•
доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.
|| κάνω εντύπωση, φαίνομαι•а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.
εκφρ.найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.2. είμαι, υπάρχω, έχω•не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•
-тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.
3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.найти 2найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедшийρ.σ.1. προσκρούω, πέφτω επάνω•найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•
параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.
2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.3. καλύπτω, σκεπάζω•туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.
4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•-шла тоска μ' έπιασε θλίψη•
-шёл испуг μ έπιασε φόβος•
на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.
6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•-ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•
к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•
в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•
дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•
-шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.
|| επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•-шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.
|| υψώνομαι, σηκώνομαι•-шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•
-шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.
-
15 утешительность
-и θ.παρηγοριά, καθησύχαση.
См. также в других словарях:
παρηγοριά — παρηγοριά, η και παρηγόρια, η 1. μετριασμός της λύπης, ψυχική ανακούφιση, λόγος παρηγορητικός: Παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του (παροιμ.). 2. συντροφιά με τους συγγενείς κατά τη διανυκτέρευση με το νεκρό, συμπαράσταση στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρηγορία — παρηγορίᾱ , παρηγορία exhortation fem nom/voc/acc dual παρηγορίᾱ , παρηγορία exhortation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορία — η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρηγορώ, ο μετριασμός τού ψυχικού πόνου και η ανακούφιση τού πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία νεοελ. 1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό… … Dictionary of Greek
παρηγορίᾳ — παρηγορίαι , παρηγορία exhortation fem nom/voc pl παρηγορίᾱͅ , παρηγορία exhortation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγοριά — η βλ. παρηγορία … Dictionary of Greek
παρηγορίας — παρηγορίᾱς , παρηγορία exhortation fem acc pl παρηγορίᾱς , παρηγορία exhortation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορίαι — παρηγορία exhortation fem nom/voc pl παρηγορίᾱͅ , παρηγορία exhortation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορίαν — παρηγορίᾱν , παρηγορία exhortation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορίαις — παρηγορία exhortation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορίην — παρηγορία exhortation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορίης — παρηγορία exhortation fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)