-
1 αναδιοργάνωση
[анадиорганоси] ουσ. θ. реорганизация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναδιοργάνωση
-
2 реорганизация
-
3 реорганизация
-и θ.αναδιοργάνωση, ανασυγκρότηση•коренная реорганизация ριζική αναδιοργάνωση.
-
4 переорганизация
η αναδιοργάνωση, η ανασυγκρότηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переорганизация
-
5 перестройка
1. (переделка, реорганизация) η αναδιοργάνωση 2. рад. о συντονισμός, η αλλαγή συχνότητας 3. (напр. здания) η ανακατασκευή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перестройка
-
6 переустройство
η αναδιοργάνωση, η ανασυγκρότηση, η ανακατασκευή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переустройство
-
7 переформирование
ο μετασχηματισμός, ο ανασχηματισμός, η ανασυγκρότηση, η αναδιοργάνωση-ть μετασχηματίζω, ανασχηματίζωανασυγκροτώ, αναδιοργανώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переформирование
-
8 реорганизация
η αναδιοργάνωση, η ανασυγκρότηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реорганизация
-
9 переустройство
переустройствос ἡ ἀναδιοργάνωση [-ις], ἡ ἀνασυγκρότηση [-ις]:\переустройство общества ἡ κοινωνική ἀλλαγή. -
10 переформировка
переформир||овкаж ὁ ἀνασχηματισ-μός, ἡ ἀνασύνταξη [-ις], ἡ ἀναδιοργἀνωση[-ις]. -
11 преобразование
преобразованиес ὁ ἀνασχηματισμός, ἡ μεταμόρφωση / ἡ ἀναδιοργάνωση [-ις] (реорганизация) / ἡ μεταρρύθμιση [-ις] (реформа). -
12 реорганизация
[ριαργκανιζάτσυγια] ουσ. θ. αναδιοργάνωση -
13 реорганизация
[ριαργκανιζάτσυγια] ουσ θ αναδιοργάνωση -
14 переорганизация
-и θ.αναδιοργάνωση, ανασυγκρότηση. -
15 перестройка
-и θ.1. βλ. перестроение.2. ανασύνταξη, ανασχηματισμός, αναδιοργάνωση• ανασυγκρότηση. || βάλσιμο ρύθμιση. -
16 переустройство
-а ουδ.διαρρύθμιση κατά νέο τρόπο• φτιάσιμο διαφορετικό• ανασυγκρό-ση• αναδιοργάνωση•переустройство квартиры νέα διαρρύθμιση διαμερίσματος.
-
17 переформировка
-и θ.μετασχηματισμός, ανασχηματισμός ανασυγκρότηση, αναδιοργάνωση, ανασύσταση.
См. также в других словарях:
αναδιοργάνωση — η ανασύνταξη σε νέες βάσεις: Είναι απαραίτητη η αναδιοργάνωση της τεχνικής εκπαίδευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιοργάνωση — η [αναδιοργανώνω] διοργάνωση σε νέες βάσεις, βελτίωση τής διοργανώσεως, ανασυγκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον δημοσιογράφο Παναγιώτη Χαλκιόπουλο] … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek