-
1 αεροσυνοδός
οFlugbegleiter m -
2 стюардесса
-
3 бортпроводник
ο (αερο)συνοδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бортпроводник
-
4 стюард
1. ав. ο αεροσυνοδόςο ιπτάμενος συνοδός2. мор. о θαλαμηπόλος, о καμαρότοςο τραπεζοκόμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стюард
-
5 стюардесса
ав. η αεροσυνοδόςη ιπτάμενη συνοδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стюардесса
-
6 бортпроводник
м; ж - бортпроводницаο αεροσυνοδός -
7 бортпроводница
ж; - бортпроводникη αεροσυνοδός -
8 air hostess
(a young woman who looks after passengers in an aircraft.) αεροσυνοδός
См. также в других словарях:
αεροσυνοδός — η η γυναίκα που συνοδεύει τα πολιτικά αεροπλάνα και προσφέρει τις υπηρεσίες της στους επιβάτες: Η αεροσυνοδός εξήγησε στους επιβάτες τη χρήση της ζώνης ασφαλείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροσυνοδός — ο, η υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας που εξυπηρετεί τους επιβάτες μέσα στο αεροπλάνο … Dictionary of Greek