-
1 ζεσ-ελαιο-παγής
ζεσ-ελαιο-παγής, Philozen. a. a. O. (bei Ath. steht falsch ζεσελαιοπαγή), in siedendem Oel gebacken.
-
2 ζεσ-ελαιο-ξανθ-επιπαγ-καπύρωτος
ζεσ-ελαιο-ξανθ-επιπαγ-καπύρωτος, Conj. Meineke's (frg. Com. III, 636) in Philozen. bei Ath. XIV, 643, wo vulg. τοξαισελαιοξανϑεπίπαν καπύρος steht, als Beiwort eines Kuchens, in siedendem Oel ganz gelb gedörrt.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ζεσ-ελαιο-ξανθ-επιπαγ-καπύρωτος
-
3 ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος
ζεσ-ελαιο-ξανθ-επιπαγ-καπύρωτος, als Beiwort eines Kuchens, in siedendem Öl ganz gelb gedörrtWörterbuch altgriechisch-deutsch > ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος
-
4 ζεσελαιοπαγής
См. также в других словарях:
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… … Dictionary of Greek
ζεσελαιοπαγής — ζεσελαιοπαγής, ές (Α) (κωμ. επίθ. για πλακούντα, για πίτα) μαγειρεμένος σε λάδι που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + παγής (< πήγνυμι) πρβλ. ξυλο παγής, συμ παγής] … Dictionary of Greek