Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζέσῃ/el

  • 1 ζέση

    ζέσηι, ζέσις
    seething: fem dat sg (epic)
    ζέω
    boil: aor subj mid 2nd sg
    ζέω
    boil: aor subj act 3rd sg
    ζέω
    boil: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ζέση

  • 2 ζέσῃ

    ζέσηι, ζέσις
    seething: fem dat sg (epic)
    ζέω
    boil: aor subj mid 2nd sg
    ζέω
    boil: aor subj act 3rd sg
    ζέω
    boil: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ζέσῃ

  • 3 ζέση

    [-ις (-εως)] η
    1) кипение;

    σημείον ( — или βαθμός) ζέσεως — точка кипения;

    2) перен. пылкость; пыл, жар, рвение;

    με ζέσηс жаром

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζέση

  • 4 ζέση

    kaynama, fokurdama

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ζέση

  • 5 ζέση

    ardeur

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ζέση

  • 6 горение

    горение
    с
    1. ἡ καύση [-ις]/ τό κάψιμο (сгорание)·
    2. перен ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ θέρμη, ἡ ζέση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > горение

  • 7 горячо

    горячо
    нареч прям., перен θερμά [-ῶς], ἔνθερμα, ἐνθέρμως/ διάπυρα, διαπύρως, διακαώς (пламенно)! μέ ζέση, μέ ζήλο (энергично):
    \горячо» спорить συζητώ ζωηρά· \горячо любить ἀγαπῶ θερμά· \горячо взяться за дело καταπιάνομαι μέ ζήλο.

    Русско-новогреческий словарь > горячо

  • 8 жар

    жар
    м
    1. (жара, зной) ἡ θερμότη-τα [-ης], ἡ ζέστη, ἡ κάψα:
    \жар спал ἐπεσε ἡ ζέστη·
    2. (повышенная температура) ἡ θέρμη, ὁ πυρετός; больной в \жару́ ὁ ἀσθενής ἔχει πυρετό· его́ бросило в \жар от этих слов перен ἄναψε ὁλόκληρος μόλις ἀκουσε αὐτές τίς κουβέντες·
    3. перен (рвение, пыл) ὁ ζήλος, ἡ ζέση [-ις], ἡ θέρμη:
    с \жаром μέ ζήλο, μέ θέρμη· взяться за что-л. с \жаром ἀρχίζω μιά δουλειά μέ ζήλο·
    4. (горячие угли) разг ἡ ἀνθρακιά, ἡ χόβολη· ◊ поддать \жару разг (возбудить энергию) ξεσηκώνω· задать кому́-л. \жару (дать нагоняй) βάζω κατσάδα· как \жар горит λαμπει σάν φωτιά· чужими руками \жар загребать погов. βάζω τόν τρελλό νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα.

    Русско-новогреческий словарь > жар

  • 9 задор

    задор
    м ἡ ζέση [-ις], ἡ φλόγα, ἡ ζωντάνια:
    с юношеским \задором ἡ νεανική ζωντάνια.

    Русско-новогреческий словарь > задор

  • 10 пыл

    пыл
    м ἡ ζέση [-ις], ἡ φλόγα, ἡ ὁρμή:
    боевой \пыл ἡ μαχητική φλόγα· в \пылу́ гнева στήν ἔξαψη τοῦ θυμοῦ· охладить чеи-л, \пыл μετριάζω τό ζήλο.

    Русско-новогреческий словарь > пыл

  • 11 пылкость

    пылк||ость
    ж ἡ ζέση, ἡ φλόγα, τό πάθος.

    Русско-новогреческий словарь > пылкость

  • 12 увлечение

    увлечени||е
    с
    1. (пыл, воодушевление) ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ ζήλος, ἡ ζέση·
    2. (кем-л., чем-л.) τό πάθος, ἡ μανία γιά κάτι:
    \увлечениея молодости οἱ νεανικές τρέλλες·
    3. (предмет увлечения) ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρω-τας:
    она́ \увлечение его́ последнее \увлечение αὐτή εἶναι ἡ τελευταία του ἀγάπη.

    Русско-новогреческий словарь > увлечение

  • 13 пыл

    [πύλ] ουσ. α ζέση, φλόγα

    Русско-греческий новый словарь > пыл

  • 14 пыл

    [πύλ] ουσ α ζέση, φλόγα

    Русско-эллинский словарь > пыл

  • 15 задор

    α.
    ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη, φλόγα• διακαής πόθος• πάθος, μένος•

    с юношеским -ом με νεανική φλόγα•

    полемический -πολεμικό μένος•

    войти в задор εμφορούμαι (κατέχομαι) από ζήλο.

    || οργή, παράφορα, θυμός.
    α.
    βλ. задорина.

    Большой русско-греческий словарь > задор

  • 16 задорно

    επίρ.
    ένθερμα, με ζήλο, με ζέση, με θέρμη• με πάθος. || θυμωμένα, οργίλως. || φιλόνικα, εριστικά.

    Большой русско-греческий словарь > задорно

  • 17 лихорадочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. πυρετικός, του πυρετού, πυρετώδης•

    лихорадочный озноб πυρετός με ρίγος•

    лихорадочный жар φλόγα (ζέση) πυρετού•

    лихорадочный румянец κοκκίνισμα από τον πυρετό•

    -бред παραλήρημα από τον πυρετό•

    лихорадочный пароксизм παροξυσμός πυρετού.

    2. μτφ; υπερβολικός, έντονος, εντατικός•

    -ое движение πυρετώδης κίνηση•

    -ая подготовка πυρετώδης προετοιμασία•

    -ое состояние κατάσταση εκνευρισμού (έξαψης).

    || ταραγμένος, ανήσυχος.

    Большой русско-греческий словарь > лихорадочный

  • 18 огонёк

    -ньки α. φωτούλα, -ίτσα. || μτφ. ζήλος, ζέση, θέρμη, φλόγα. || μτφ. λάμψη των ματιών.
    εκφρ.
    зайти в огонёк – μπαίνω για λίγο στο φωτισμένο σπίτι (που σημαίνει πως οι νοικοκυρέοι είναι μέσα).

    Большой русско-греческий словарь > огонёк

  • 19 огонь

    огня α.
    1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•

    развести огонь ανάβω φωτιά•

    сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•

    греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.

    || μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•

    он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.

    || μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.
    2. φως•

    зажечь огонь ανάβω το φως•

    погасить огонь σβήνω το φως•

    светит огонь φέγγει το φως.

    || πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•

    его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.

    3. (στρατ.) πυρ•

    огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•

    прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•

    перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•

    сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•

    заградительный огонь φραγμός πυρών•

    артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•

    шквильный огонь καταιγισμός πυρών•

    греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•

    линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).

    εκφρ.
    α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•
    β) στη μάχη•
    в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•
    из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•
    между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•
    - м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•
    боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•
    пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > огонь

  • 20 пыл

    -а (пылу), προθτ. о -е, в -у α. παλ.
    1. φωτιά, φλόγα•

    пирожки с -у πιροσκί καυτά (μόλις βγήκαν από τη φωτιά).

    2. μτφ. θέρμη, ζέση, φλόγα, πάθος, θεριακλίκι.
    εκφρ.
    в -у – στη φωτιά, στο άναμμα•
    в -у сражения (6итвы) – στο άναμμα (στο κορύφωμα) της μάχης.

    Большой русско-греческий словарь > пыл

См. также в других словарях:

  • ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… …   Dictionary of Greek

  • ζέση — η 1. βρασμός: Το σημείο ζέσης του νερού είναι 100°C. 2. ζήλος, ενδιαφέρον: Ανέλαβε με ζέση την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζέσῃ — ζέσηι , ζέσις seething fem dat sg (epic) ζέω boil aor subj mid 2nd sg ζέω boil aor subj act 3rd sg ζέω boil fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεσιγόνος — ο 1. αυτός που παράγει ζέση, βρασμό 2. φρ. «ζεσιγόνος βαθμός» ο βαθμός τής θερμοκρασίας κατά τον οποίο αρχίζει ο βρασμός ενός υγρού υπό κανονική πίεση 760 χιλιοστομέτρων, αλλ. βαθμός ζέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ …   Dictionary of Greek

  • αλιεύς — ( έως), ο (Α ἁλιεύς) 1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς 2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι αρχ. 1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης 2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός 3. είδος ψαριού, το είδος Lophius… …   Dictionary of Greek

  • βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… …   Dictionary of Greek

  • ζέως — (Μ) επίρρ. ενθέρμως, με ζέση, με θερμό ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < επίθ. *ζέος < ζέ ων μτχ. ενεστ. τού ρ. ζέω πρβλ. γέρος < γέρων] …   Dictionary of Greek

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

  • ζεσεοσκοπία — Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία …   Dictionary of Greek

  • ζεσεοσκόπιο — το συσκευή με την οποία γίνεται η ζεσεοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + σκόπιο (< σκοπώ) πρβλ. επι δια σκόπιο, μικρο σκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»