-
1 ζωρος
I2эп.-поэт.1) несмешанный, неразбавленный, т.е. крепкий, сильно пьянящий(πόμα Anth.)
ζωρότερον πιέειν Her. — пить вино похмельнее2) полный чистого вина(δέπας, κισσύβιον, πέλαγος Anth.)
3) чистый, нерастворенный(φάρμακον Luc.)
ζωροτάτη μανίη Anth. — безумная страстьIIὅ (sc. οἶνος) чистое, т.е. неразбавленное вино Anth.2разбавленный, не пьянящий Emped. ap. Plut.
См. также в других словарях:
ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
κεραίω — (Α) αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. τού κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω] … Dictionary of Greek