-
1 ζωγρεία
-ας ἡ N 1 2-0-0-0-0=2 Nm 21,35; Dt 2,34 -
2 ζωγρεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρεία
-
3 εἰσανάγω
A lead up into, εἴρερον into slavery, Od.8.529 ;ψυχὴν οὐρανὸν εἰ. APl.4.201
(Marian.) ;ζωγρείᾳ πρός τινα εἰσαναχθῆναι Plb. 1.82.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσανάγω
-
4 ζωγρεῖον
A place for keeping animals, a menagerie, Str.12.3.30 (pl.), Epict.Gnom.62 (pl.), Porph.Sent.28; cage, Aq.Je.5.27; trap, Onos.11.3; fish-pond, Plu.2.89a, Ael.NA11.34, Xenocr.34.II pl., ζωγρεῖα, τά,= ζωάγρια, Hld.8.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρεῖον
См. также в других словарях:
ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* … Dictionary of Greek