-
1 ζοφερός
ζοφερόςdusky: masc nom sg -
2 ζοφερός
A dusky, gloomy, ;οἴκημα Hp.
Acut.(Sp.) 18, cf. Hierocl.p.33A.; opp. λαμπρός, of the air, misty, Chrysipp.Stoic. 2.140, cf. Luc.Nigr.4;τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι Arist.Mir. 843a25
;τὸ ζοφερόν Hp.Virg.1
, Arist.de An. 426b2.2 metaph.,ζ. φροντίδες AP5.296.8
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζοφερός
-
3 ζοφερός
1) dreary2) gloomyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ζοφερός
-
4 ζοφερά
ζοφερόςdusky: neut nom /voc /acc plζοφερά̱, ζοφερόςdusky: fem nom /voc /acc dualζοφερά̱, ζοφερόςdusky: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 ζοφερώτερον
ζοφερόςdusky: adverbial compζοφερόςdusky: masc acc comp sgζοφερόςdusky: neut nom /voc /acc comp sg -
6 ζοφερόν
ζοφερόςdusky: masc acc sgζοφερόςdusky: neut nom /voc /acc sg -
7 ζοφεραί
ζοφερόςdusky: fem nom /voc pl -
8 ζοφεροί
ζοφερόςdusky: masc nom /voc pl -
9 ζοφερούς
ζοφερόςdusky: masc acc pl -
10 ζοφερωτάτης
ζοφερόςdusky: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
11 ζοφερή
ζοφερόςdusky: fem nom /voc sg (epic ionic) -
12 ζοφερήν
ζοφερόςdusky: fem acc sg (epic ionic) -
13 ζοφερών
-
14 ζοφερῶν
-
15 ζοφερά
-
16 ζοφερᾷ
-
17 ζοφεράς
-
18 ζοφερᾶς
-
19 ζοφερή
-
20 ζοφερῇ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζοφερός — dusky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερός — ή, ό (Α ζοφερός, ά, όν) [ζόφος] 1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.) 2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν … Dictionary of Greek
ζοφερός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολύ σκοτεινός: Ζοφερή νύχτα. – Ζοφερή σκλαβιά. 2. μτφ., απαισιόδοξος, αυτός που εμπνέει μελαγχολία: Το μέλλον προβλέπεται ζοφερό. – Ζοφερές σκέψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζοφερά — ζοφερός dusky neut nom/voc/acc pl ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc/acc dual ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερώτερον — ζοφερός dusky adverbial comp ζοφερός dusky masc acc comp sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερῶν — ζοφερός dusky fem gen pl ζοφερός dusky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερόν — ζοφερός dusky masc acc sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεραῖς — ζοφερός dusky fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεραί — ζοφερός dusky fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεροῖο — ζοφερός dusky masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφεροῖς — ζοφερός dusky masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)