-
1 ζοια
-
2 ζωη
ион. ζόη, дор. ζωά и ζόα, эол. ζοΐα ἥ1) (тж. ζωᾶς βιοτή Eur.) жизнь(περὴ ζωῆς καὴ θανάτου λέγειν Plat.; ἥ ζ. ἐν τοῖς ζῴοις καὴ τοῖς φυτοῖς εὑρέθη Arst.)
τοῦ βίου διαπορεύεσθαι ζωήν Plat. — проходить свой жизненный путь;ζωῆς μῆκος Arst. — долговечность2) средства к жизни, средства пропитанияτέν ζόην ποιεῖσθαι ( или καθίστασθαι) ἀπό ( или ἔκ) τινος Her. — добывать средства к жизни, жить чем-л.
3) образ жизни4) имущество, достояние(ζωέν καταφαγέειν Hom.)
οἱ ζ. ἦν ἄσπετος Hom. — имущества у него (Одиссея) было без счета -
3 κακοζοια
См. также в других словарях:
ζόια — ζόια, ἡ (Α) αιολ. τ., βλ. ζωή … Dictionary of Greek
ζοίας — ζοΐᾱς , ζωή living fem acc pl (aeolic) ζοΐᾱς , ζωή living fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek