-
1 ζητω
-
2 ζητώ
ζητέωseek: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ζητέωseek: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 ζητῶ
ζητέωseek: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ζητέωseek: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 ζητώ
(ε), ζητάω 1. μετ.1) искать, разыскивать; 2) просить, спрашивать;ζητώ άδεια (συγγνώμη) — просить разрешения (извинения);
3) требовать, отстаивать, добиваться;ζητώ τό δίκιο μου — отстаивать своё право, требовать своего;
4) перен. искать (чего-л.), стремиться (к чему-л.);ζητώ καυγά — искать ссоры;
ζητώ αφορμή γιά να... — искать повода к чему-л.;
2. αμετ. быть в состоянии течки (о животных):1) — иметь спрос, пользоваться спросом;ζητούμαι
2) τριτοπρόσ.:ζητείται — требуется;
ζητούνται εργάτες — требуются рабочие
-
5 ζήτω
1. επιφ.1) да здравствует!, ура!; 2) браво!, отлично!;§ ούτε γιά ζήτω δεν κάνει — он не стоит доброго слова;
2. (τό) одобрительное восклицание, возглас «ура» -
6 Ζήτω
Ζήτηςmasc gen sg (attic epic ionic) -
7 ζήτω
ζάωpres imperat act 3rd sg (attic epic ionic)ζέωboil: pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) -
8 ζητῶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζητῶ
-
9 ζήτω
[зито] εκιφ. ура! да здравствует.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζήτω
-
10 ζήτω
[зито] εκιφ. ура! да здравствует. -
11 ζητώ
1) demander2) réclamer -
12 ζητώ
1) domagać czas.2) prosić czas.3) pytać czas.4) wymagać czas.5) żądać czas. -
13 ζητώ
1) požádat2) požadovat3) vymáhat4) vyžadovat5) žádat -
14 ζητώ
1) demand2) postulate3) requestΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ζητώ
-
15 ζητώ συγγνώμην
cе извинуваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ζητώ συγγνώμην
-
16 varol
ζήτω -
17 réclamer
ζητώ -
18 istetmek
ζητώ μέσω κάποιου -
19 просить
прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.1. μ. ζητώ, αιτώ•просить помощи ζητώ βοήθεια•
просить прощения ζητώ συγγνώμη.
|| προτείνω, παρακαλώ•-шу садиться παρακαλώ καθήστε•
здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•
просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.
2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.3. (προσ)καλώ, φωνάζω.4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.
5. ζητώ ελεημοσύνη.6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.εκφρ.прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•просить отпуск ζητώ άδεια•
просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.
2. αιτούμαι, ζητώ•просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.
3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.εκφρ.просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω). -
20 просить
просить 1) ζητώ, παρακαλώ· \просить разрешения ζητώ άδεια* \просить извинения ζητώ συγνώμη· 2) (пригласить) προσκαλώ· прошу вас! σας παρακαλώ!* * *1) ζητώ, παρακαλώпроси́ть разреше́ния — ζητώ άδεια
проси́тьизвине́ния — ζητώ συγνώμη
2) ( пригласить) προσκαλώпрошу́ вас! — σας παρακαλώ!
См. также в других словарях:
ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζητώ — ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ζητάω Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
ζήτω — επιφών. (προστ. του ζω) 1. να ζήσει: Ζήτω το έθνος. 2. ζήτω, το πληθ. τα ζήτω ζητωκραυγή: Δονήθηκε η ατμόσφαιρα από τα ζήτω, μόλις εμφανίστηκε ο αρχηγός τους. 3. φρ., «Ούτε για ζήτω δεν κάνει», δεν έχει καμιά αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζήτω — (AM ζήτω) ας ζήσει, ας ζήσουν νεοελλ. (επιφώνημα επιδοκιμασίας) 1. εύγε, μπράβο 2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» είναι ανάξιος λόγου 3. ως ουσ. το ζήτω η ζητωκραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. ζή τω,… … Dictionary of Greek
ζητῶ — ζητέω seek pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζητέω seek pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήτω — Ζήτης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήτω — ζάω pres imperat act 3rd sg (attic epic ionic) ζέω boil pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβα — ζήτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viva «ζήτω» (γ πρόσ. υποτ. ενεστ. του vivere < λατ. vivo «ζω»)] … Dictionary of Greek
θεοκαλώ — ζητώ τη βοήθεια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + καλώ] … Dictionary of Greek
χαλεύω — ζήτω, αναζητώ κάτι, ψάχνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)