Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζημίωμα

См. также в других словарях:

  • ζημίωμα — ζημίωμα, τὸ (Α) [ζημιώ] 1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.) 2. πρόστιμο 3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία 4. απώλεια, φθορά, βλάβη …   Dictionary of Greek

  • ζημίωμα — penalty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιωμάτων — ζημίωμα penalty neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιώματα — ζημίωμα penalty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιώματι — ζημίωμα penalty neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιώματος — ζημίωμα penalty neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»