-
1 ζητεύω
См. также в других словарях:
ζατεύω — (Α) (δωρ. τ.), βλ. ζητεύω … Dictionary of Greek
ζατεύει — ζατεύω pres ind mp 2nd sg ζατεύω pres ind act 3rd sg ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind mp 2nd sg (doric) ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύω — (Α ζητεύω, δωρ. τ. ζατεύω) ζητώ κάτι ως ελεημοσύνη, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σπάνιος τ. τού ζητώ] … Dictionary of Greek