1 ζαλαίνω
ζαλαίνω, = μωραίνω, Hesych. (vgl. ἀλαίνω).
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ζαλαίνω
ζαλαίνω — (ΑΜ) μσν. περιτριγυρίζω, περιδιαβαίνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μωραίνω» … Dictionary of Greek