Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζήτω!

  • 1 ζήτω

    [зито] εκιφ. ура! да здравствует.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζήτω

  • 2 просить

    прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. ζητώ, αιτώ•

    просить помощи ζητώ βοήθεια•

    просить прощения ζητώ συγγνώμη.

    || προτείνω, παρακαλώ•

    -шу садиться παρακαλώ καθήστε•

    здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•

    просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.

    2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•

    он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.

    5. ζητώ ελεημοσύνη.
    6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.
    εκφρ.
    прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.
    1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•

    просить отпуск ζητώ άδεια•

    просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.

    2. αιτούμαι, ζητώ•

    просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.

    3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.
    εκφρ.
    просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω).

    Большой русско-греческий словарь > просить

  • 3 просить

    просить 1) ζητώ, παρακαλώ· \просить разрешения ζητώ άδεια* \просить извинения ζητώ συγνώμη· 2) (пригласить) προσκαλώ· прошу вас! σας παρακαλώ!
    * * *
    1) ζητώ, παρακαλώ

    проси́ть разреше́ния — ζητώ άδεια

    проси́тьизвине́ния — ζητώ συγνώμη

    2) ( пригласить) προσκαλώ

    прошу́ вас! — σας παρακαλώ!

    Русско-греческий словарь > просить

  • 4 спросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ•

    спросить фамилию ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο•

    спросить о здоровье ρωτώ για την υγεία, εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα.

    2. ζητώ να μου δοθεί•

    спросить разрешение ζητώ άδεια•

    спросить совет ζητώ συμβουλή.

    3. απαιτώ•

    сколько за это спросишь? πόσο θα ζητήσεις γι αυτό;

    1. ζητώ (άδεια να κάνω κάτι), ρωτώ•

    кого ты -ился? ποιόν ρώτησες; από ποιόν πήρες άδεια;•

    -ись у начальника ρώτησε το διευθυντή (προϊστάμενο).

    2. ζητώ ευθύνες, λόγο, λογαριασμό•

    ты виновен, а -осится у меня εσύ φταις, όμως από μένα θα ζητήσουν ευθύνες.

    3. βλ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > спросить

  • 5 вытребовать

    -бую, -буешь, ρ.σ.μ.
    1. ζητώ να πάρω.
    2. ζητώ την προσαγωγή•

    вытребовать свидетеля в суд ζητώ την προσαγωγή του μάρτυρα στο δικαστήριο.

    (απλ.) ζητώ, καλώ, προτείνω να έρθει•

    вытребовать жену из деревни ζητώ να έρθει η σύζυγος μου από το χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > вытребовать

  • 6 требовать

    -бую, -буешь
    ρ.δ.
    1. απαιτώ, αξιώνω, ζητώ•

    требовать повышения зарплаты ζητώ αύξηση αποδοχών•

    требовать объяснений ζητώ εξηγήσεις•, требовать точного исполнения распоряжений απαιτώακριβή εκτέλεση των διαταγών•

    требовать много ζητώπολλά•

    требовать уплаты долга ζητώ εξόφληση του χρέους.

    2. χρειάζομαι, έχω ανάγκη• θέλω•

    больной -ет покоя ο άρρωστος θέλει ησυχία•

    растния -ют ухода τα φυτά θέλουν περιποίηση.

    || καλώ, ζητώ•

    его -ют в суд τον ζητούν στο δικαστήριο•

    меня -ют домой με ζητούν να πάωστο σπίτι.

    απαιτούμαι, χρειάζομαι• ζητούμαι•

    -ется рабочая сила ζητείται εργατική δύναμη•

    -ются рабочие ζητούνται εργάτες•

    -ется ремонт χρειάζεται (να γίνει) επισκευή.

    || καλούμαι, με καλούν, με ζητούν.

    Большой русско-греческий словарь > требовать

  • 7 да

    I да Ι (утвердительная час9 тица) ναι, μάλιστα II да II союз 1) (противительный) αλλά, μα, όμως 2) (соединительный) και· он да я αυτός και εγώ II да III (пусть) ας, να, μα κάρι· да здравствует...! ζήτω...! да здравствует мир во всём мире! ζήτω η ειρήνη σ' όλο τον κόσμο!
    * * *
    I II союз
    1) ( противительный) αλλά, μα, όμως
    III
    ( пусть) ας, να, μακάρι

    да здра́вствует...! — ζήτω...!

    да здра́вствует мир во всём ми́ре! — ζήτω η ειρήνη σ'όλο τον κόσμο!

    Русско-греческий словарь > да

  • 8 просить

    просить
    несов
    1. ζητώ, αίτιο, παρακαλώ/ ἐκλιπαρώ (настойчиво):
    \просить разрешения ζήτω ἀδεια· \просить извинения (совета) ζήτω συγγνώμη (συμβουλή)· \просить милостыню ζήτω ἐλεημοσύνη· \просить за товарища παρακαλώ γιά χάρη τοῦ συντρόφου μου·
    2. (приглашать) (προσ)καλῶ:
    прошу вас, садитесь καθήστε σας παρακαλώ· \просить гостей к столу́ (προσ)καλώ τους ἐπισκέπτες νά καθίσουν στό-τραπέζι.

    Русско-новогреческий словарь > просить

  • 9 запрашивать

    запрашивать
    несов
    1. ἐρωτώ, ζήτω, ἐξετάζω:
    \запрашивать чье-л. мнение ζητῶ τή γνώμη κάποιου· \запрашивать парламент ὁ чем-л. κάνω ἐπερώτηση στή βουλή·
    2. (цену) ζητώ ὑψηλή τιμή.

    Русско-новогреческий словарь > запрашивать

  • 10 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 11 извинить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извиненный, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. συγχωρώ•

    -йте! συγγνώμη!•

    прошу извинить меня за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση•

    -те что я пришл не во время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλ.η ώρα.

    εκφρ.
    извини(те); нет, извините; нет уж (это) извините извинить – (για διαφωνία, διαμαρτυρία) με συγχωρείτε; όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας•
    извините за выражение – με συγχωρείτε για την έκφραση.
    1. ζητώ συγγνώμη.
    2. παλ. δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος).

    Большой русско-греческий словарь > извинить

  • 12 испрашивать

    ρ.δ.
    1. βλ. испросить.
    2. ζητώ, εκλιπαρώ•

    испрашивать подаяние ζητώ ελεημοσύνη.

    1. αποσπώ, παίρνω.
    2. ζητώ, εκλιπαρώ.

    Большой русско-греческий словарь > испрашивать

  • 13 запрос

    запрос м η επερώτηση сделать \запрос ζητώ πληροφορία сделать \запрос в парламенте κάνω επερώτηση στη βουλή
    * * *
    м
    η επερώτηση

    сде́лать запро́с — ζητώ πληροφορία

    сде́лать запро́с в парла́менте — κάνω επερώτηση στη βουλή

    Русско-греческий словарь > запрос

  • 14 запросить

    запросить (сделать запрос) κάνω επερώτηση, ζητώ πληροφορία
    * * *
    ( сделать запрос) κάνω επερώτηση, ζητώ πληροφορία

    Русско-греческий словарь > запросить

  • 15 извинение

    извинение с η συγνώμη, η συγχώρηση приношу \извинениея ζητώ συγνώμη
    * * *
    с
    η συγνώμη, η συγχώρηση

    приношу́ извине́ния — ζητώ συγνώμη

    Русско-греческий словарь > извинение

  • 16 навести

    навести (направить) κατευθύνω· \навести бинокль κατευθύνω τα κιάλια ◇ \навести справки ζητώ πληροφορίες* \навести порядок βάζω τάξη навестить, навещать επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη
    * * *
    ( направить) κατευθύνω

    навести́ бино́кль — κατευθύνω τα κιάλια

    ••

    навести́ спра́вки — ζητώ πληροφορίες

    навести́ поря́док — βάζω τάξη

    Русско-греческий словарь > навести

  • 17 обращаться

    обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι
    * * *
    1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι

    обраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση

    обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον

    обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό

    обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση

    2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι
    3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι

    Русско-греческий словарь > обращаться

  • 18 перед

    перед (передо ) 1) (о месте) μπροστά· \перед домом μπροστά στο σπίτι 2) (о времени) πριν, προ· \перед тем, как πριν να...· \перед обедом πριν από το γεύμα 3) (по отношению к) προς, μπροστά· преклоняться \перед героем υποκλίνομαι μπροστά στον ήρωα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγνώμη από κάποιον
    * * *
    1) ( о месте) μπροστά

    пе́ред до́мом — μπροστά στο σπίτι

    2) ( о времени) πριν, προ

    пе́ред тем, как — πριν να…

    пе́ред обе́дом — πριν από το γεύμα

    3) ( по отношению к) προς, μπροστά

    преклоня́ться пе́ред геро́ем — υποκλίνομαι μπροστά στον ήρωα

    извини́ться пе́ред кем-л. — ζητώ συγνώμη από κάποιον

    Русско-греческий словарь > перед

  • 19 позволение

    позволение с η άδεια· просить \позволениея ζητώ άδεια· с вашего \позволениея με την άδεια σας
    * * *
    с
    η άδεια

    проси́ть позволе́ниея — ζητώ άδεια

    с ва́шего позволе́ниея — με την άδειά σας

    Русско-греческий словарь > позволение

  • 20 попросить

    попросить см. просить; \попросить разрешения ζητώ άδεια
    * * *

    попроси́ть разреше́ния — ζητώ άδεια

    Русско-греческий словарь > попросить

См. также в других словарях:

  • ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητώ — ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ζητάω Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ζήτω — επιφών. (προστ. του ζω) 1. να ζήσει: Ζήτω το έθνος. 2. ζήτω, το πληθ. τα ζήτω ζητωκραυγή: Δονήθηκε η ατμόσφαιρα από τα ζήτω, μόλις εμφανίστηκε ο αρχηγός τους. 3. φρ., «Ούτε για ζήτω δεν κάνει», δεν έχει καμιά αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζήτω — (AM ζήτω) ας ζήσει, ας ζήσουν νεοελλ. (επιφώνημα επιδοκιμασίας) 1. εύγε, μπράβο 2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» είναι ανάξιος λόγου 3. ως ουσ. το ζήτω η ζητωκραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. ζή τω,… …   Dictionary of Greek

  • ζητῶ — ζητέω seek pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζητέω seek pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζήτω — Ζήτης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτω — ζάω pres imperat act 3rd sg (attic epic ionic) ζέω boil pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβα — ζήτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viva «ζήτω» (γ πρόσ. υποτ. ενεστ. του vivere < λατ. vivo «ζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θεοκαλώ — ζητώ τη βοήθεια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + καλώ] …   Dictionary of Greek

  • χαλεύω — ζήτω, αναζητώ κάτι, ψάχνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»