Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ζέστη

  • 41 пища

    пи́щ||а
    ж прям., перен ἡ τροφή, ἡ θροφή:
    горячая \пища ἡ ζεστή τροφή· давать \пищау чему́-л. δίνω ἀφορμή, δίνω τροφή γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > пища

  • 42 портить

    портить
    несов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):
    \портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):
    не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν].

    Русско-новогреческий словарь > портить

  • 43 потеплеть

    потепле||ть
    сов γίνομαι πιό ζεστός:
    сегодня \потеплетьло σήμερα κάνει πιό ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > потеплеть

  • 44 раскисать

    раскисать
    несов, раскиснуть сов
    1. (о земле) βρέχομαι, μουσκεύω, μουλιάζω·
    2. (потерять бодрость) ἀποκάμνω, ξε-λιγώνομαι:
    \раскисать от жары ἀποκάμνω ἀπό τή ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > раскисать

  • 45 согревающий

    согревающий
    θερμαντικός:
    \согревающий компресс ἡ ζεστή κομπρέσα

    Русско-новогреческий словарь > согревающий

  • 46 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 47 терпеть

    терпеть
    несов
    1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):
    \терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·
    2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:
    как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·
    3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):
    \терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > терпеть

  • 48 томительный

    томительн||ый
    прил κοπιαστικός, κουραστικός, καταπονητικός, βασανιστικός:
    \томительныйая жара́ ἡ βασανιστική ζέστη· \томительныйοε ожидание κουραστική ἀναμονή.

    Русско-новогреческий словарь > томительный

  • 49 убийственный

    убийственн||ый
    прил φονικός, θανατηφόρος, θανάσιμος/ ὀλεθριος, καταστρεπτικός (губительный)/ φοβερός, ἀφόρητος (непереносимый):
    \убийственный климат τό ὀλέ-θριο[ν] κλίμα· \убийственныйая жара ἡ ἀφόρητη ζέστη· \убийственный взгляд ἡ τρομερή ματιά· \убийственныйая медлительность ἡ ἀπίθανη βραδυκινησία· \убийственныйая тоска ἡ ἀνυπόφορη πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > убийственный

  • 50 холодно

    холодно
    1. безл κάνει ψύχρα, κάνει κρύο:
    мне \холодно κρυώνω, αίσθάνομαι κρύο· сего́дня \холодно σήμερα κάνει κρύο·
    2. нареч (равнодушно) ψυχρά, ἀδιάφορα:
    \холодно встретить кого́-л. ὑποδέχομαι κάποιον ψυχρά· ◊ ни тепло́ ни \холодно οὔτε κρύο ὁὔτε ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > холодно

  • 51 жар

    [ζάρ] ουσ. α. ζέστη

    Русско-греческий новый словарь > жар

  • 52 тепло

    [τιπλό] εκίρ. ζέστη

    Русско-греческий новый словарь > тепло

  • 53 жар

    [ζάρ] ουσ α ζέστη

    Русско-эллинский словарь > жар

  • 54 тепло

    [τιπλό] επίρ ζέστη

    Русско-эллинский словарь > тепло

  • 55 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 56 горкнуть

    -нет, παρλθ. χρ. горк, -ла, -ло
    ρ.δ.
    χαλνώ, πικρίζω•

    в тепле масло -ет στη ζέστη το λίπος χαλάει.

    Большой русско-греческий словарь > горкнуть

  • 57 жара

    θ.
    καύσωνας, μεγάλη ζέστη, καύμα, κάψα, λάβρα, λιοπύρι.

    Большой русско-греческий словарь > жара

  • 58 жаркий

    επ., βρ: -рок, -рка, -рко; жарче.
    1. θερμός, ζεστός, καυτερός•

    жаркий день ζεστή μέρα.

    || τροπικός•

    -ие страны οι θερμές χώρες. καυτός•

    -ие слезы καυτά δάκρυα.

    2. μτφ. διακαής, φλογερός, ένθερμος. || ζωηρότατος, θυελλώδης•

    жаркий спор ζωηρότατη συζήτηση.

    3. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ая перестрелка γερή ανταλλαγή πυρών.

    4. παλ. πυρόχρωμος.

    Большой русско-греческий словарь > жаркий

  • 59 жарок

    -рка α. μικρή ζέστη.

    Большой русско-греческий словарь > жарок

  • 60 жжение

    я ουδ. πύρωση, κάψα, μεγάλη ζέστη του σώματος.

    Большой русско-греческий словарь > жжение

См. также в других словарях:

  • ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • ζέστη — η βλ. ζέστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • ζέστα — η (Μ ζέστα) βλ. ζέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζέστη] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λάβρα — η 1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα 2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη 3. φρ. «φωτιά και λάβρα» α) αφόρητη ζέστη β) μεγάλη στενοχώρια, καημός γ) μεγάλη ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • γεωθερμική ενέργεια — Εναλλακτική μορφή ενέργειας η οποία χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ισχύος καθώς και σε άμεσες εφαρμογές θέρμανσης όπως για παράδειγμα στη θέρμανση χώρων και σε βιομηχανικές διαδικασίες ξήρανσης. Πηγή της γ.ε. είναι η ζέστη που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • ζέστα — ζέστα, η και ζέστη, η ζεστασιά: Λιποθύμησε από τη ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»