-
1 στυπ(π)είον
το пакля -
2 στυπ(π)είον
το пакля -
3 Ατραμυττιον
-
4 μαστρυλλιον
τό Plut. v. l. = ματρυλ(λ)εῖον -
5 στυπειον
-
6 στυππειον
-
7 στυπ(π)ίον
το см. στυπ(π)είον -
8 στυπ(π)ίον
το см. στυπ(π)είον
См. также в других словарях:
υπομείων — εῑον, Α 1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την… … Dictionary of Greek
κασαυρείον — κασαυρεῑον και κασαύριον και κασώριον, τὸ (Α) πορνείο, χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαύρα + κατάλ. εῖον (πρβλ. πορν είον, κυλικ είον, μεταλλ είον)] … Dictionary of Greek
κοτταβείον — κοτταβεῑον και κοττάβειον, τὸ (Α) 1. μετάλλινη λεκάνη που χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι κότταβος 2. έπαθλο που δινόταν σε όποιον κέρδιζε στον κότταβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότταβος + κατάλ. εῖον / ειον (πρβλ. ωδ είον, φυλάκ ειον)] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ηρώειον — ἡρώειον, το (Α) το ηρώο, το μνημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + επίθημα –ειον (πρβλ. Βασίλ ειον, στιβάδ ειον)] … Dictionary of Greek
θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] … Dictionary of Greek
καλικείον — καλικεῑον και καλλικεῑον, τὸ (Μ) πεταλωτήριο, κατάστημα όπου πετάλωναν τα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίκι + κατάλ. εῖον (πρβλ. βυρσοδεψ είον, ιατρ είον)] … Dictionary of Greek
καρφεία — καρφεῑα, τὰ (Α) 1. ώριμος καρπός 2. κομμάτια ξύλου που σχίζονται ή κόβονται από πελέκηση μεγαλύτερου τεμαχίου ξύλου, οι παρασχίδες, τα πελεκούδια («καρφεῑα κέδρου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιερατ είον, σκαφ είον)] … Dictionary of Greek
καστελανείο — καστελλανεῑον, τὸ (Μ) τόπος δικαιοδοσίας ενός καστελάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστελάνος + επίθημα εῖον (πρβλ. πορθμ είον, τελων είον)] … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
κεμάδειον — κεμάδειον, τὸ (Α) το κρέας που προέρχεται από κυνήγι, κρέας αγριμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, άδος + επίθ. ειον (πρβλ. σκιάδ ειον, στιβάδ ειον)] … Dictionary of Greek