-
21 ετεροδοξια
-
22 κακοδοξια
-
23 κενοδοξια
-
24 ομοδοξια
ἥ единство мнений, единомыслие, единодушие, согласие -
25 πανδοξια
-
26 φιλοδοξια
-
27 ψευδοδοξια
-
28 μεγαλοδοξία
μεγᾰλο-δοξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοδοξία
-
29 πανδοξία
παν-δοξία, ἡ,A absolute fame, perfect glory, Pi.N.1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδοξία
-
30 πολυδοξία
πολυ-δοξία, ἡ,A diversity of opinions, Dam.Isid. 37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδοξία
-
31 ἀδικοδοξία
ἀδῐκο-δοξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδικοδοξία
-
32 ἀκενόδοξος
ἀκενό-δοξος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκενόδοξος
-
33 ἀλλοδοξία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοδοξία
-
34 ἑτεροδοξία
ἑτερο-δοξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροδοξία
-
35 ὀρθοδοξία
ὀρθο-δοξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοδοξία
-
36 ἀδικοδοξία
-
37 ἀδοξία
ἀ-δοξία, Ruhmlosigkeit, schlechter od. übler Ruf; Schande um das Getane; Verachtung -
38 ἀκενοδοξία
-
39 ἀφιλοδοξία
-
40 ἑτεροδοξία
ἑτερο-δοξία, ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung
См. также в других словарях:
θετικοδοξία — η ο θετικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θετικός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, ορθο δοξία, πολυ δοξία] … Dictionary of Greek
θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] … Dictionary of Greek
θνητοδοξία — η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται την παντελή θνητότητα τού ανθρώπου, δηλ. την ανυπαρξία ψυχής μετά θάνατον, αλλ. θανατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, φιλο δοξία] … Dictionary of Greek
κουφοδοξία — κουφοδοξία, ἡ (Α) ματαιοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + δοξία (< δοξῶ / δοξος < δόξα), πρβλ. ματαιο δοξία, ορθο δοξία] … Dictionary of Greek
σαθροδοξία — ή, Α αστάθεια πίστης ή γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαθρός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. μεγαλο δοξία, ορθο δοξία] … Dictionary of Greek
υλοδοξία — η, Ν παλαιότερος λόγιος όρος για τον υλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ματαιο δοξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράϊλα] … Dictionary of Greek
ЕВДОКСИЯ — • Eudoxia, Ευδοξία или Ευδοκία, 1. дочь вождя франков Баутона, супруга императора Аркадия и мать Феодосия Младшего, главная противница Иоанна Златоуста. Умерла в 404 г. от Р. X.; 2. Афенаида, родившаяся в 401 г. от Р.… … Реальный словарь классических древностей
Православие — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый … Википедия
Вселенская Православная церковь — Христианство Портал:Христианство · Библия Ветхий Завет · Новый Завет Апокрифы Евангелие Десять заповедей Нагорная проповедь Троица Бог Отец … Википедия
Восточная православная церковь — Христианство Портал:Христианство · Библия Ветхий Завет · Новый Завет Апокрифы Евангелие Десять заповедей Нагорная проповедь Троица Бог Отец … Википедия
История Православия — Христианство Портал:Христианство · Библия Ветхий Завет · Новый Завет Апокрифы Евангелие Десять заповедей Нагорная проповедь Троица Бог Отец … Википедия