Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий
- Русский
εὕδειν/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
εὕδειν — εὕδω sleep pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
μεσημβριάζω — και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, άω (Α) [μεσημβρία] 1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.) 2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον… … Dictionary of Greek
παννύχιος — ίη, ον, Α θηλ. και ος, ΜΑ αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα ή που γίνεται καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῡτο καίεται παννύχιον», Ηρόδ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) παννύχιον καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («οὐ χρὴ… … Dictionary of Greek