-
1 στόμος
στόμος, ὁ, zw. L. statt στόβος, στόμβος.
-
2 πρό-στομος
-
3 παχύ-στομος
παχύ-στομος, 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.
-
4 περί-στομος
περί-στομος, rings herum oder auf beiden Seiten, od. mehrere Oeffnungen habend, Ael. Tact.
-
5 πεντά-στομος
πεντά-στομος, fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.
-
6 πλατύ-στομος
πλατύ-στομος, breitmündig, mit breitem, weit offen stehendem Munde, mit solchem Munde sprechend, platt, breit aussprechend, wie bes. die Dorier thaten.
-
7 ποικιλό-στομος
ποικιλό-στομος, mit buntem Munde, Schnabel, übertr. = ποικιλόμυϑος.
-
8 πολύ-στομος
πολύ-στομος, vielmündig, sp. D., wie Nonn.
-
9 στενό-στομος
στενό-στομος, mit engem Munde, Ausgange, τεῖχος, Aesch. frg. 25; ποτήριον, Artemid. 1, 66.
-
10 σύ-στομος
σύ-στομος, mit zusammengezogenem, spitzig zulaufendem Munde, Arist. partt. an. 3, 1; – συστομώτερος σκάφης, Men. bei Zenob. 5, 95, den Mund mehr zusammenhaltend, schweigender als die σκαφηφόροι.
-
11 σαπρό-στομος
σαπρό-στομος, mit faulem, stinkendem Munde, Athem, Stob.
-
12 σεμνό-στομος
σεμνό-στομος, vornehm redend, Aesch. Prom. 955, σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῠϑός ἐστιν.
-
13 σκληρό-στομος
σκληρό-στομος, 1) hartmäulig, eigtl. vom Pferde, dah. unbändig, widerspenstig. – 2) vou harter Aussprache, hart od. schwer auszusprechen, σίγμα Aristox. bei Ath. XI, 467 b; Schol. Soph. El. 724.
-
14 τρί-στομος
τρί-στομος, 1) dreimündig. – 2) dreischneidig, αἰχμή Agath. 28 (VI, 167).
-
15 τρᾱχύ-στομος
τρᾱχύ-στομος, 1) mit, von hartem Munde, hartmäulig. – 2) von harter Aussprache, Strab.
-
16 τυφλό-στομος
τυφλό-στομος, mit blinder, d. i. verstopfter, versandeter Mündung, Strab. 4, 1, 8.
-
17 τετρά-στομος
τετρά-στομος, mit vier Mündungen, Tzetz.
-
18 χρῡσό-στομος
χρῡσό-στομος, mit goldenem Munde, aus dessen Munde goldene Reden kommen, dah. später Beiwort großer Redner, z.B. des Dio.
-
19 χαλκό-στομος
χαλκό-στομος, mit ehernem od. kupfernem Munde, eherner oder kupferner Mündung; ἐμβολαί, von den Schiffsschnäbeln, Aesch. Pers. 407; κώδων, von den Trompeten, Soph. Ai. 17.
-
20 ψευδό-στομος
ψευδό-στομος, falsch redend, lügend, Sp. – Bei D. Sic. 20, 75 ist ψευδόστομον = ψευδόστομα.
См. также в других словарях:
ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… … Dictionary of Greek
ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek
εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… … Dictionary of Greek
ηδύστομος — ἡδύστομος, ον (Α) ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
θεόστομος — θεόστομος, ον (Μ) φρ. «θεόστομον ἐμφύσημα» το φύσημα από το στόμα τού θεού το οποίο έδωσε πνοή στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, σεμνό στομος] … Dictionary of Greek
θρασύστομος — θρασύστομος, ον (Α) αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
ισχυρόστομος — ἰσχυρόστομος, ον (Α) (για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, θρασύ στομος] … Dictionary of Greek
κακόστομος — η, ο (AM κακόστομος, ον) κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από κακοσμία τού στόματος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος … Dictionary of Greek
κοιλόστομος — κοιλόστομος, ον (Α) 1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή 2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
κοπρόστομος — η, ο (Μ κοπρόστομος, ον) βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στομος (< στόμα), πρβλ. βρομό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
κρατερόστομος — κρατερόστομος, ον (Μ) αυτός που μιλά με τραχύτητα, που έχει τραχιά γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + στομος (< στόμα), πρβλ. αθυρό στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek